granaΟ κάμπος όλης της Τριπολιτσάς ήτο σπαρμένος από τους Έλληνας, και οι τούρκοι, επειδή ημείς δεν είχαμεν καββαλαρίαν, τον είχαν εις την εξουσίαν των, έβαλαν και τον εθέρισαν και τον καρπόν και το άχυρον τα εκουβάλησαν μέσα εις την πόλιν. Ευθύς λοιπόν εκαββάλικα το άλογον, το οποίον μου είχε χαρίσει προτήτερα η Εφορεία του στρατοπέδου, ο Κανέλλος Δεληγιάννης και λοιπά μέλη, εκόλλησα το βουνόν της Καπνίστρας δια να αναβώ ψηλά και να παρατηρήσω όλον τον κάμπον, αλλ’ ήμουν ασυνείθιστος και δεν εγνώριζα να διοικήσω το άλογόν μου. Επήγαινα ίσια ορθά μπηχτά τον ανήφορον, ώστε το άλογόν μου απόστασε. Έδεσα τότε το γκέμι (χαλινόν) εις την σέλαν και επήγα υψηλότερα με τα ποδάρια. Έβαλα το κιάλι και επαρατήρησα τους τούρκους. Είδα ότι ήσαν βγαλμένοι δια στάχυα και χόρτον κατά την συνήθειάν των.

Αλλά το άλογόν μου έκαμε τον κατήφορον και εβγήκεν εις τον δημόσιον δρόμον, όστις πηγαίνει εις την Τριπολιτσάν από του Λουκά και τα Τσιπιανά, διότι ήτο τουρκικόν και εγνώριζε τον δρόμον και επονούσε να υπάγη οπίσω.
Αφού το είδα έβαλα της φωναίς και τα κλαύματα, αλλά έτυχε τότε να έρχεται ο Κολοκοτρώνης με το περίφημον άλογόν του το λεγόμενον Κεχαγιάς, το οποίον ολίγας ημέρας προτήτερα είχε φέρει Βούλγαρης φευγαλάς (σεΐζης) ιπποκόμος του Κεχαγιά. Με ηρώτησε τί είδα και τί έχω που κλαίω. Του είπα, ότι οι τούρκοι εβγήκαν δια να μαζώξουν στάχυα και άλλα και ότι μου έφυγε το άλογόν μου. Τότε έτρεξε το έσωσεν εις την θέσιν όπου έγεινεν η Γράνα, και αφού το επίασεν επήγα και εγώ και το εκαββαλίκεψα.
Εκεί δε εν ω εστέκετο και εκαρτέρει τους λοιπούς συντρόφους να έλθουν, εκύτταξε δεξιά και αριστερά, και είπεν, ότι δεν είναι άσχημον να γείνη εδώ μία Γράνα να φυλάττουν την νύκτα στρατιώται, να έχουν θάρρος, και αν τυχόν τους εύρη τίποτε να ημπορούν να (διαφεντεύωνται) βοηθούνται. Επειδή εκεί κοντά τότε κατά την βορειοδυτικήν πλευράν ήσαν αμπέλια, εις δε τα ριζώματα του Μύτικα είναι ο δημόσιος δρόμος, όστις πάει από την Τριπολιτσάν δια τα Καλάβρυτα, όλον το μέρος είναι πέτραις, και έπειτα αρχίζει και το ψαχνόν μέρος της γης, όπου έγεινεν η Γράνα.
Είπε λοιπόν εις ένα από τους ερχομένους συντρόφους, τον Θεοδόσιον Καρδαράν, και έκαμεν ένα γράμμα εις τα πέριξ χωρία Κάψα, Λεβίδι, Σημιάδαις, Κανδύλα, Δάρα, Χοτούσα, Κώμην, Άγαλι, Καμενίτζα, Μπεζενίκο, Μποντιά, Κακούρι, Τσιπιανά, Σάγκα και Λουκά, άμα λάβουν το γράμμα να έλθουν με ξυνάρια και φτυάρια να σκάψουν μίαν Γράναν και έδειξεν εις τους ανθρώπους, οι οποίοι εφύλατταν την θέσιν, και καββάλα υπέγραψε και ανεχώρησεν, αλλά κανείς πλέον δεν εφρόντιζε δια να ίδη τί σκάψιμον έκαμαν και τί είδους Γράνα έγεινεν.
Από εκεί ετράβηξε δια το Στενόν, αλλ’ εις την μέσην του δρόμου αριστερά από το χωριό Ζευγαλατιό εις το βουνόν του Μοναστηρίου Βαρσών εξέτασε και τον Αθανάσιον Δεληγιάννην από τον Άγιον Βασίλειον, όστις εστέκετο εκεί με μικρόν σώμα στρατιωτών Τριπολιτσιωτών.
Εκείθεν έφθασεν εις το Στενόν, όπου ήσαν ο Π. Ζαφειρόπουλος και Α. Κονδάκης με τους Αγιοπετρίτας, και μέρος Τσακώνων με τον Παναγιώτην Σαράντην και οι καμπίσιοι Τριπολιτσιώται με τον Λάμπρον Ριζιώτην, και λοιπούς κατοίκους. Αυτοί είχαν προτήτερα ειδοποιηθή να ενωθούν εδώ με τους Αγιοπετρίτας δια να εξετάση και αυτούς και να τους οδηγήση να πιάσουν τον Άγιον Σώστην.
Αφού τους εξέτασε και τους εκατέβασε κάτω εις το ποτάμι έστειλεν εμένα εμπρός να κατασκοπεύσω με το κιάλι τον τόπον και την Τριπολιτσάν δια να μη έβγουν οι τούρκοι έξω και μας ιδούν και έλθουν επάνω μας.
Καθώς επήγα κάμποσο και επλησίασα της ράχαις, έβαλα το κιάλι και εκύτταξα, ήτο εις μίαν θέσιν υψηλήν όρνια πολλά, τα οποία εστέκοντο και έτρωγαν από τα πτώματα των τούρκων Χατζή Κουλελέ και λοιπών. Αυτά αφού με είδαν εγύρισαν όλα και με εκύτταζαν. Ο ήλιος ήτο χαμηλωμένος, και επήγαινε να βασιλεύση. Και επειδή τον είχα εμπρός μου, καθώς εκύτταζα και το άλογον εσείετο, με το κιάλι δεν έβλεπα καλά. Μου εφάνηκαν τα όρνια ως στρατιώται τακτικοί με άσπρα βρακιά και γελέκια. Έτρεξα αμέσως οπίσω και ειδοποίησα τον αρχηγόν δια να ιδή τούτο το παράδοξον. Ευθύς λοιπόν ο αρχηγός άμα του το είπα εσταμάτησε τους στρατιώτας, και τον επήγα εις την θέσιν όπου ήμουν προτήτερα. Έβαλεν ο ίδιος το κιάλι και είδε τα όρνια. Τότε μου λέγει: «όρνια είναι βρε όρνιο»! Έπειτα με ωδήγησε πώς να πλησιάσω τον Άγιον Σώστην. Να υπάγω δηλαδή τριγύρω ξέμακρα να μη με τρώγη το βόλι εύκολα. «Πρόσεξε, μου είπεν ακόμη, τα πουλάκια τα μικρά όταν τα σηκώνης ή σηκώνωνται μοναχά τους, εάν περνούν επάνω από το χωρίο και τα ιδής να κάθωνται μέσα εις το χωριό άφοβα, τότε δεν είναι μέσα τούρκοι και πήγαινε άφοβα. Ει δε και τα βλέπεις, άμα φθάσουν κοντά εις το χωρίον και γυρίζουν πίσω φοβισμένα και κάμουν λιγμούς ξαφνιασμένους τότε είναι μέσα τούρκοι και να μην πας».
Αφού λοιπόν έκαμα όλας τας παρατηρήσεις, καθώς με ωδήγησεν, εμβήκα έπειτα εις τον Άγιον Σώστην. Και απότ ην βορεινήν πλευράν έτρεξα με το άλογόν μου να περάσω εις την μεσημβινήν. Εις την μέσην του χωρίου ήτο η εκκλησία, και είχε την πόρταν της από το μεσημβρινόν μέρος. Καθώς επήγαινα άσκυψα και είδα την εκκλησίαν γεμάτην από πτώματα κοψοκέφαλα. Εφοβήθηκα πολύ και εγύρισα οπίσω εις τον αρχηγόν, ο οποίος ήρχετο με τους στρατιώτας, δια να πιάσουν το χωρίον και να κάμουν όλην την νύκτα ταμπούρια. Καθώς με είδε «πως έγεινες, μου λέγει, έτσι κίτρινος από τον φόβον σου; Τί είδες;». Του εδιηγήθηκα φοβισμένα όσα είδα και αμέσως εσταμάτησε τους στρατιώτας και εκάλεσε τους καπεταναίους και τους ερώτησε τί πτώματα είναι εις την εκκλησίαν, και εκείνοι του είπαν, ότι δεν εθάψαμεν τους σκοτωμένους. Τότε εδιάλεξεν ανθρώπους συνειθισμένους να μη φοβούνται τους νεκρούς, (διότι τότε ο φόβος ήτο πολύς εις τους Έλληνας, επειδή ήσαν ασυνείθιστοι να πιάνουν και να θάφτουν πτώματα), και τους έστειλε και έκαμαν ένα μεγάλον λάκκον και τους έρριξεν όλους μέσα.
Έπειτα εδιέταξε να υπάγουν τα στρατεύματα μέσα εις το χωρίον. Όλην αυτήν την νύκτα δεν εκλείσαμεν διόλου ’μμάτι, διότι εστάθη επάνω εις τους στρατιώτας έως ότου έκαμαν τα ταμπούρια των. Αυτά έγειναν εις τας 21 και εις το ξημέρωμα της 22 Ιουλίου.
Αφού εξημέρωσεν, οι τούρκοι είδαν πιασμένον τον Άγιον Σώστην. Έπειτα δε από ολίγας ημέρας ετοιμάσθησαν και εβγήκαν πανστρατιά νύκτα από την πόρταν την λεγομένην του Σαραγιού, τώρα δε δρόμον Βελουδένιον, ετράβηξαν κατά το πηγάδι της Βολιμής, όπου φέρει ο δρόμος κατά τον Άγιον Βασίλειον, και αφού έφθασαν εις το Ζευγολατιό εχωρίσθησαν εις δύο σώματα, το μεν ένα όλον πεζοί εκόλλησαν το βουνόν των Βαρσών δια να έβγουν ανακέφαλα του χωρίου Λουκά και να λαφυραγωγήσουν ό,τι εύρουν, και αυτό το σώμα ήτο έως 3.000, το δε άλλο σώμα καββαλαραίοι και πεζοί ακόμη περισσότεροι επήραν τον μαλακόν τόπον και τα πρόποδα του βουνού και επήγαιναν να περάσουν εις την Γράναν.
Κατά το μέρος του βουνού Καπνίστρα δεν είχαν βγάλει έως πέρα την Γράναν, αλλά είχαν αφήσει άσκαφτον τόπον 3 έως 4 στρέμματα μάκρος. Οι τούρκοι περνώντες είδαν μίαν γράναν ανάβαθην και άτεχνον και το χώμα της ήτο ριμμένο κατά την Τριπολιτσάν. Είπαν αναμεταξύ των, διότι δεν εννόησαν τον σκοπόν της Γράνας, ότι οι ραγιάδες μοιράζουν τα χωράφιά μας.
Οι πεζοί εκαββάλικαν το βουνόν και εβγήκαν ανακέφαλα του χωρίου Λουκά, επάνω εις τα βουνά δια να εύρουν γιδοπρόβατα και γελάδια και ό,τι είχαν κρυμμένον οι Έλληνες. Έψαξαν όλον τον τόπον και ηύραν βούτυρον, τυρί και γεννήματα, η δε καββαλαρία και πολλοί πεζοί επήγαιναν εις τα χωρία Λουκά, Τσιπιανά, Σάγκα, Πικέρνι και λοιπά, εσύναξαν γεννήματα, δεμάτια, σκουτιά (ενδύματα), και ό,τι άλλο ηύραν και εφόρτωσαν έως 1.000 ζώα. Έπειτα ένα μέρος του σώματος των πεζών και καββαλαραίων ανέβηκαν κατά την θέσιν της Καπνίστρας, έπεσαν νύκτα επάνω εις το ταμπούρι του Γ. Δαγρέ και άρχισεν ο πόλεμος. Οι τούρκοι εστενοχώρησαν τους ιδικούς μας εις μίαν σπηλιάν, η οποία ονομάζεται η τρύπα του Μπούρμπουνα. Ο δε αδελφός του Γ. Δαγρέ, ο Θανάσης, πριν υπάγουν εις την σπηλιάν εσκοτώθη μόνος του, μη θέλων να υπάγη κοντά εις τον αδελφόν του Γιαννάκην, φοβούμενος και προβλέπων, ότι θα τους πιάσουν οι τούρκοι, το οποίον ολίγον έλειψε να γείνη, και είναι θαύμα πως εσώθη, διότι οι τούρκοι του είχον σκοτώσει έως τριάντα Έλληνας, και έβαλαν και φωτιάν να τους κάψουν όλους, αλλ’ επρόφθασεν η βοήθεια του Κολοκοτρώνη, η οποία τους έσωσεν, καθώς θα είπομεν κατωτέρω.
Ο Κολοκοτρώνης άμα είδε της φωτιαίς των τουφεκιών από τον Άγιον Βλάσην από το ταμπούρι του εγνώρισεν, ότι οι τούρκοι ήσαν βγαλμένοι από την Τριπολιτσάν, και αμέσως με διέταξε να ειδοποιήσω τους καπεταναίους Δημήτριον Δεληγιάννην, Τζανέτον Χριστόπουλον, Δημ. Πλαπούταν, Κωνσταντίνον Παπαζαφειρόπουλον και λοιπούς καπεταναίους των βουνών και του κάμπου της Καρύταινας και ολόκληρον το σώμα των Τριπολιτσιωτών με τον τότε οδηγόν Αθανάσιον Κίντζον από τα Λαγκάδια, οίτινες όλοι ήσαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες, να υπάγουν να γεμίσουν την Γράναν, και οι λοιποί να κάμουν κάτω να πιάσουν της γράναις και της φράκταις των αμπελίων.
Αυτήν την θέσιν των αμπελίων την επίασεν ο Κίντζος με τους Τριπολιτσιώτας και λοιπούς. Ούτω κατά την διαταγήν του ετοποθετήθησαν και (έφκιασαν) εσχημάτισαν ένα γάμμα, το δε μέρος, το οποίον ήτο εις το άνοιγμα του γάμμα, το άφησαν ανοικτόν καθώς και τον δρόμον, όστις πηγαίνει εις του Λουκά, διότι αποπάνω είναι βουνόν όπου επολεμούσεν ο Δαγρές με τους τούρκους και δεν ημπορούσαμεν να το κλείσωμεν και να του στείλωμεν και βοήθειαν.
Την περασμένην ημέραν είχεν έλθει από την Βλαχίαν ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης με τον υιόν του Αποστόλην και με τον Ιωάν. Πέταν Ζακύνθιον, Διονύσιον, Αντίοχον Ζακύνθιον, Καραγεώργην Σέρβον, Χριστόφορον Ζαχαριάδην και λοιπούς. Όλοι αυτοί έλαβαν μέρος εις τον πόλεμον της Γράνας.
Αφού ετοποθετήθησαν οι στρατιώται ήλθε και ο αρχηγός και με διέταξε να εξακολουθήσω τον δρόμον του Λουκά δια να ιδώ που ευρίσκονται οι τούρκοι, οι οποίοι ήσαν εις τον κάμπον εις τα χωρία σκροπισμένοι. Επροχώρησα πέρα της Γράνας έως 15 λεπτά και είδα σώμα έως 100 καββαλαραίους, οι οποίοι έβοσκον τα άλογά των. Καθώς με είδαν όλοι εκαββάλικαν δια μιας και με έβαλαν κοντά να με πιάσουν. Εγώ τα έχασα, άφησα (το γκέμι) χαλινόν του αλόγου και επήρε τον δρόμον της Τριπολιτσάς, εκουνούσα χέρια και πόδια δια να τρέχη το άλογον. Από την βίαν μου επήδησα την Γράναν, η οποία μόλις είχεν 6 πιθαμαίς πλάτος και 5 βάθος. Οι τούρκοι όμως, οι οποίοι με έφερναν κυνηγώντες, άμα εκοντοζύγωσαν και είδαν την Γράνα γεμάτην Έλληνας, έστρηψαν εις τα οπίσω και έδοσαν την είδησιν και εις τους άλλους τούρκους.
Αφού έμαθαν τούτο οι τούρκοι εχωρίσθησαν τώρα εις τρία σώματα, το ένα όλον πεζοί επολεμούσαν με τον Δαγρέ, το άλλο ελαφυραγωγούσε, και το τρίτον συγκείμενον από όλον καββαλαραίους υπέρ τους 1.000 ήλθε και επέρασε την Γράναν χωρίς πολλήν βλάβην, διότι οι Έλληνες οίτινες ήσαν εις της φράκταις των εμπελίων, ήσαν ολίγον ξέμακρα και δεν τους ετουφέκιζαν και μόνον όσοι ήσαν εις την Γράναν αυτοί τους εχτύπησαν.
Ήλθε και το δεύτερον σώμα σχεδόν άλλοι τόσοι. Πριν τούτου ο Κολοκοτρώνης έστειλε καββαλάρην να υπάγη εις τον Υψηλάντην, Αναγνωσταράν, Π. Γιατράκον και λοιπούς να ζυγώσουν κοντά όσον ημμπορούν τριγύρω εις την Τριπολιτσάν δια να κάμουν τάχα έφοδον, και ούτω να αρχίση ο πόλεμος και να γείνη αντιπερισπασμός των τούρκων, να δειλιάσουν και να φύγουν και τα δύο σώματα, και να υπάγουν προς βοήθειαν των παιδιών των.
Ο Υψηλάντης ευθύς, κατά την παραγγελίαν του αρχηγού, διέταξε το στράτευμα να ζυγώση εις την τριπολιτσάν και να αρχίσουν τον πόλεμον. Εκατέβασεν ακόμη και τους Μανιάτας του Π. Μαυρομιχάλη και άρχισεν ο πόλεμος εις την Τριπολιτσάν από μέσα και απέξω με τα κανόνια και με τα λιανοτούφεκα.
Το πρώτον σώμα των τούρκων, το οποίον επέρασε την Γράναν, εσταμάτησεν ολίγον ξέμακρα αυτής και ηθέλησε να γυρίση προς βοήθειαν του δευτέρου σώματος. Τότε ο αρχηγός με διέταξε να υπάγω και να βάλω τους στρατιώτας της Γράνας πλάτη με πλάτη, και ο ένας στρατιώτης κάθε σειράς να τουφεκά και ο σιμά του όχι. Ώρμησε λοιπόν οπίσω το πρώτον σώμα να διασπάση την γραμμήν και τα δύο σώματα έβαλαν τότε τους στρατιώτας μέσα σε δύο φωτιαίες και μετά βίας κατώρθωσε να περάση και το δεύτερον σώμα. Ευθύς ο αρχηγός στέλνει κατ’ αυτών άλλους στρατιώτας, οι οποίοι τους εκυνήγησαν εξοπίσω, τους απεμάκρυναν από την Γράναν κατά την Τριπολιτσάν και εκρύφθησαν εις της εκεί πέτραις, όπου η καββαλαρία δεν ημπορούσε να τους βλάψη.
Τα δύο αυτά τουρκικά σώματα, αφού άκουσαν από της κανονιαίς και της τουφεκαίς, ότι εις την Τριπολιτσάν άνοιξεν ο πόλεμος, απελπίσθηκαν και ενόμισαν, ότι οι Έλληνες θα έμβουν μέσα ή εμβήκαν, δια τούτο άφησαν τους συντρόφους των δια να προφθάσουν να σώσουν τας οικογενείας των. Έπειτα ο αρχηγός διέταξε να περάσουν από την Γράναν ένα μέρος στρατιωτών καθώς και εκείνοι, οι οποίοι ήσαν κρυμμένοι οπίσω από της πέτραις, να πάρουν της πλάταις των τούρκων, οίτινες επολεμούσαν το σώμα του Δαγρέ.
Αυτοί οι τούρκοι είχαν βάλει φωτιάν, ως είπαμεν ανωτέρω, εις την σπηλιάν, όπου είχαν κλείσει τους Έλληνας, και αν δεν τους επροφθάναμεν, ο καπνός ήθελε τους πνίξει, ή θα παρεδίδετο όλον το σώμα του Δαγρέ.
Αφού οι τούρκοι είδαν την ερχομένην βοήθειαν εις τους αποκλεισμένους, τους άφησαν και έφυγαν και ενώθησαν με τους άλλους τούρκους, οι δε κλεισμένοι με εκείνους, οι οποίοι ήλθαν εις βοήθειάν των, τους επήραν κατόπιν. Έπειτα εβγήκε και ο Κίντζος από της φράκταις με τους Τριπολιτσιώτας και τους επήραν τα οπίσθια. Τότε οι τούρκοι βλέποντες τον μέγαν κίνδυνον ενώθησαν εις ένα σώμα κατά τον ακόλουθον τρόπον. Εις την μέσην έβαλαν όλους τους πεζούς, και απ’ έξω από αυτούς εμβήκαν οι καββαλαραίοι, οι οποίοι καθ’ ένας ετράβα φορτωμένα ζώα, και όλοι ούτως μαζύ ως ένα σώμα εκινούντο και ήρχοντο να περάσουν την Γράναν.
Το σώμα αυτό εδιοίκει ο αδελφός του Κεχαγιάμπεη, ο οποίος εις αυτήν την περίστασιν έδειξε πολλήν στρατηγικήν ικανότητα.
Επλησίασε λοιπόν το τουρκικόν σώμα την Γράνα, καθώς ήρχετο και δεν εφαίνετο τίποτε άλλο παρά ζώα φορτωμένα με δεμάτια σιτάρι, κριθάρι, βούτυρον, τυρί και ό,τι άλλο είχαν πάρει λάφυρον, εδοκίμασαν τότε ούτω να περάσουν, αλλά δεν εμπόρεσαν, διότι οι Έλληνες τους επερικύκλωσαν ολοτρόγυρα και οι τούρκοι εβιάσθηκαν να ανοίξουν και άφησαν όλα τα φορτηγά ζώα καθώς ήσαν φορτωμένα έμπροσθεν της Γράνας.
Οι καββαλαραίοι τουφεκιζόμενοι και τουφεκίζοντες τους Έλληνας επήδησαν την Γράναν και έτρεξαν να υπάγουν εις την Τριπολιτσάν. Όταν επερνούσαν αυτήν το άλογον του διοικητού έφαγεν επτά λαβωματιαίς και έπεσεν ολίγον ξέμακρα της Γράνας, και ίδιος ο διοικητής επληγώθη εις το μηρί και αφού έφθασεν ύστερα, απέθανεν.
Οι δε πεζοί τούρκοι, αφού και αυτοί ήλθαν να περαπιάσουν την Γράναν, επιάσθηκαν με τους Έλληνας χέρια με χέρια, άνθρωπος με άνθρωπον, και όποιος εδύνατο τον άλλον τον εσκότωνε. Τότε οι ευρεθέντες εκεί Ζακύνθιοι εστέκοντο ορθοί εις το κεφάλι της Γράνας κατά το μέρος του βουνού Μύτικα, και επολεμούσαν φωνάζοντες ούτως: «Αγά κράτει το κεφάλι σου, Αγά κράτει το φέσι σου, Αγά βάστα καλά το διάβολο της κεφαλής σου» και εννοούσαν το κεφαλόδεμα της κεφαλής των.
Αυτοί έκαμαν πολύν φόνον εις τους τούρκους, διότι ήσαν συνειθισμένοι ’ς το τουφέκι ως κυνηγοί. Όποιος δεν τους είδε και δεν τους άκουσε τότε, τίποτε δεν γνωρίζει από τα αστεία του κόσμου. Εγώ ετραβήχθηκα με το άλογόν μου οπίσω από τους Ζακυνθίους και επαρατηρούσα όλους τους Έλληνας, οίτινες έγειναν ένα πράγμα με τους τούρκους. Τα έχασα ως ασυνείθιστος και έμεινα με το στόμα ανοικτόν. Είδα όμως ένα τούρκον γέροντα ασπρογένην, αυτός είχεν εις τον ώμον του ένα σακκί με ολίγον σιτάρι και επήδησε μέσα εις την Γράνα δια να περάση. Επειδή δε δεν ημπορούσε να αναβή το χώμα της Γράνας, επίασε το σακκί με τα δόντια και επροσπαθούσε να αναβή με τα χέρια. Τότε ένας Έλλην τον ετράβηξε μίαν δύο φοραίς να καθίση κάτω, αυτός όμως επροσπαθούσε να αναβή δια να φύγη. Τότε, θυμωθείς ο Έλλην του έκοψε το κεφάλι και έμεινεν αυτό με το σακκί εις τα δόντια. Μέσα εις την Γράναν ήτο ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης ευρεθείς εις την πλέον επικίνδυνον θέσιν, και κοντά του ελαβώθη εις το στόμα ο καπετάν Γεωργάκης Ντρίτσας, ο οποίος πηγαινάμενος εις το Γαρζενίκο μετά 8 ημέρας απέθανεν.
Άλλος Έλλην Πανουσάκος ονομαζόμενος από το χωρίον Παλούμπα, αφού άδειασε τα άρματά του εις τους τούρκους και δεν είχε πλέον καιρόν να γεμίση, εσήκωσε το τουφέκι του από το εμπροσθινόν μέρος και κτυπών κατακέφαλα εσκότωσεν από αυτούς δύο. Δια ταύτην του την πράξιν επαινέθη από τους αρχηγούς. Άλλος πάλιν Τσιπιανίτης, αφού εσκότωσεν εις την Γράναν έναν τούρκον, επήγε να του πάρη το κεφάλι και ηύρεν εις αυτόν το κεφάλι του αδελφού του, το επήρε λοιπόν και κλαίων μου το έφερε μέσα εις την ποδιά του. «Να, μου λέγει με τα κλαύματα, του αδελφού μου το κεφάλι. Τότε εγώ του είπα: μη κλαις καϋμένε, αυτός είναι άγιος και τώρα έχεις έναν άγιον από το γένος σου. Πήγαινε λοιπόν να εύρης το κορμί του και να το θάψης».
Αξία δε θαυμασμού είναι η Επανάστασις των Ελλήνων, διότι άμα εξερράγη και επήλθεν ο χωρισμός αυτών από της Οθωμανικής δυναστείας, αμέσως έπαυσε και ο αγών της ιεράς ημών θρησκείας, και ουδέν πλέον μαρτύριον εγένετο, ουδείς δε χριστιανός εφρόντισε να προσφέρη εαυτόν θύμα αγιασμού και θρησκευτικού ζήλου, εξ εναντίας δε πολλοί εξ αυτών επρόσφεραν εαυτούς θύμα ηρωισμού δια την ελευθερίαν του όλου Έθνους.
Ούτως έγεινεν ο περίφημος πόλεμος της Γράνας χωρίς φθοράν των Ελλήνων, διότι δύο εσκοτώθησαν και 5-6 ελαβώθησαν, εκτός των 30 σκοτωμένων από το σώμα του Δαγρέ εις άλλην θέσιν, εις την σπηλιάν και εις το ταμπούρι του. Τούρκοι όμως έπεσαν υπέρ τους 400 και ελαβώθησαν αρκετοί και πολλά άλογα της καββάλας, από τα οποία πολλά ευρήκαμεν με πληγαίς των λαβωματιών, όταν επήραμεν την Τριπολιτσάν. Έκτοτε πλέον οι τούρκοι δεν εδυνήθησαν να έβγουν από την Τριπολιτσάν. Ο πόλεμος λοιπόν της Γράνας αυτά τα αποτλέσματα έφερε και ετάχυνε την πτώσιν του φρουρίου. Δεν διήρκεσε δε περισσότερον της μιας ώρας, ενώ δια την ετοιμασίαν αυτής εχρειάσθησαν τέσσερες όλαι ώραι, και ούτως η σκηνή ετελείωσεν. Όταν επήγεν ο αρχηγός οπίσω εις την καλύβαν του εις τον Άγιον Βλάσην, ο πρίγκηψ Δημήτριος Υψηλάντης του έστειλεν έγγραφον επαινετικόν δια την καλήν διοίκησιν του πολέμου. Δι’ αυτού ευχαριστούσε και τους άλλους καπεταναίους, και ότι δια τας χήρας των φονευθέντων θέλει εισάξει νόμον να τρέφωνται και αυταί και τα παιδία των από την πατρίδα!

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: