Α ΕΚkolokotronis-300x167ΔΟΧΗ
Η γενιά των Τσεργιναίων ,όσο μεγάλωνε ,όλο και έδινε νέα βλαστάρια στην κλεφτουριά.
Ένας από τους απογόνους της ήταν κι ο Λάμπρος Τσεργίνης, ξακουστός κλέφτης στο Μοριά. Τον βρίσκουμε στα 1611 σ' ένα νέο ξεσηκωμό, να παίρνει μέρος με τα παλληκάρια του στον αγώνα.
Στον αγώνα αυτό, καθώς γράφει ο Σπ. Μελάς στο έργο του «Ο Γέρος του Μοριά», τα παλληκάρια του Λάμπρου, σε μια γερή συμπλοκή με τους τούρκους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Εκείνος όμως έμεινε καρφωμένο στη θέση του.

Του κάκου τα παλληκάρια του του φώναζαν να τους ακολουθήσει, για να μη τον πιάσουν ζωντανό. Αυτός εκεί. Είχε πιάσει ένα βράχο και το ντουφέκι του ξερνούσε φωτιά. Οι τούρκοι σάστισαν. Στη στιγμή τα παλληκάρια του πήραν κουράγιο, γύρισαν και ρίχτηκαν με τα γιαταγάνια πάνω τους. Εκείνοι τάχασαν και τόβαλαν στα πόδια.
Ο Λάμπρος όμως εκεί, στο βράχο, ακίνητος, σαν να είχε κολλήσει.
- Τηράτε, φώναξε κάποιο από τα παλληκάρια του αστειευόμενο, έχει κολλήσει στην κοτρώνα και δε θέλει να κουνηθεί.
Τότε τους φώναξε πως ήταν λαβωμένος. Έτρεξαν κοντά του. Τί περίεργη σκηνή. Είχε πληγωθεί στα πισινά και το αίμα του, παγωμένο από το κρύο, είχε κολλήσει τα ρούχα του στο κοτρώνι και με τις λίγες δυνάμεις που τούμειναν δεν μπορούσε να σηκωθεί. Γελώντας, του έδεσαν την πληγή. Από δω και πέρα, μισοαστεία μισοσοβαρά, τα παλληκάρια του τον έλεγαν ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ. Το παρατσούκλι αυτό τούμεινε και μ' αυτό τόνομα πέρασε στην Ιστορία η γενιά του.

Β ΕΚΔΟΧΗ
Πάνω όμως στο ίδιο θέμα υπάρχει και μια άλλη εξήγηση. Την βρίσκουμε στ' απομνημονεύματα του ίδιου του Θ. Κολοκοτρώνη, που έγραψε ο Γ. Τερτσέτης. Ας τη δούμε κι αυτή:
Βρισκόμαστε στα 1684. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, ύστερα από την καταστροφή πούπαθε ο τούρκικος στρατός έξω από τη Βιέννη, βρίσκεται σε αδυναμία. Τούτη η αδυναμία των τούρκων άνοιξε την όρεξη των Ενετών. Στέλνουν, λοιπόν, δυνατό στόλο και στρατό, με το ναύαρχο Φραγκίσκο Μοροζίνη, για να πάρουν το Μοριά. Οι ραγιάδες αρπάζουν και πάλι τ' άρματα, για να βοηθήσουν τους Ενετούς.
Πρώτοι ξεσηκώθηκαν οι Μανιάτες. Τους ακολούθησαν κι οι άλλοι Μοραΐτες. Οι αρματωλοί κι οι κλέφτες της Ρούμελης χτυπούν με τη σειρά τους τους καταχτητές. Η Ήπειρος ξεσηκώνεται. Ο κλήρος, Δεσποτάδες και παπάδες, βρέθηκαν επικεφαλής των επαναστατών. Δυο χιλιάδες εθελοντές από τα Εφτάνησα βγαίνουν στο Μοριά και βοηθούν την επανάσταση. Ο Φραγκίσκος Μοροζίνης βαδίζει από νίκη σε νίκη. Τα κάστρα του Μοριά πέφτουν το ένα ύστερα από το άλλο στα χέρια των Ενετών. Ο Μοριάς ελευθερώθηκε. Ο Μοροζίνης περνάει τον Ισθμό και προχωρεί νικητής στην Αττική. Φτάνει στην Αθήνα και πολιορκεί το κάστρο της Ακρόπολης. Τότε, το 1687, καταστράφηκε από τον βομβαρδισμό ένα μέρος του Παρθενώνα. Οι τούρκοι αναγκάστηκαν ν' αφήσουν την Αττική και το μεγαλύτερο κομμάτι της Ρούμελης. Τραβήχτηκαν βορειότερα. Οι σκλάβοι ανασαίνουν. Βλέπουν να θαμποφέγγει στον ορίζοντα η αυγή του λυτρωμού. Μα για άλλη μια φορά η μοίρα παίζει μαζί τους το σκληρό παιγνίδι της.
Το 1715 δυνατός τούρκικος στρατός σαρώνει τη Ρούμελη και την Αττική και μπαίνει στο Μοριά. Οι Ενετοί κλείνονται στα κάστρα τους. Μάταια οι κλέφτες προσπαθούν να σταματήσουν τα τούρκικα λεφούσια.
Ο καπετάνιος Δήμος Τσεργίνης με τα παλληκάρια του χτυπάει αλύπητα παντού. Μάταιος κόπος. Ο τούρκικος χείμαρρος δεν κρατιέται. Πλημμυρίζει το Μοριά και σε τρεις μήνες τον σαρώνει από τους Ενετούς.
Η μανία του Δήμου Τσεργίνη γίνεται ασυγκράτητη. Βράζει από το θυμό του. Το πείσμα του είναι μεγάλο. Η παλληκαριά του δεν περιγράφεται. Μαζί με το γιο του Μπότσικα και με λίγα ακόμα παλληκάρια χτυπά έξη χιλιάδες τούρκους στον πύργο του Ντάρα, κοντά στη Βυτίνα. Μα οι τούρκοι είναι πολλοί και τα παλληκάρια του λίγα. Η μάχη βάσταξε ώρες. Ο Δήμος και τα πιο πολλά παλληκάρια του πέφτουν. Ο Μπότσικας με λίγα παλληκάρια μπόρεσαν να τραβηχτούν πίσω. Τώρα γίνεται ο καπετάνιος τους. Ήταν μαυριδερός, κοντός, γρήγορος και ζωηρός.
Ο Μοριάς όμως ξανασκλαβώθηκε. Ημέρες φριχτές ακολουθήσανε. Χιλιάδες Έλληνες σφάχτηκαν ή πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα. Πολλές άλλες χιλιάδες πέθαναν από την πείνα και τις αρρώστιες. Όσοι Έλληνες μπόρεσαν να γλυτώσουν, ξαναπήραν το δρόμο προς τα βουνά. Ο τόπος ερημώθηκε.
Γρήγορα όμως οι ραγιάδες ξαναβρήκαν το κουράγιο τους. Η κλεφτουριά ξαναζωντανεύει. Ο Μπότσικας (είναι ο πρόπαππος του Θ. Κολοκοτρώνη) δείχτηκε από τους πιο περίφημους κλέφτες της εποχής του. Σήκωσε δικό του μπαϊράκι (σημαία) στ' Αρκαδικά βουνά. Έγινε ο φόβος των καταχτητών.
Δυστυχώς, ο ηρωικός αυτός κλέφτης σκοτώθηκε, με προδοσία, μαζί με άλλους συντρόφους του, το Μάρτη του 1740, κοντά στο Λιοντάρι της Μεγαλόπολης. Τους πρόδωσε στους τούρκους, για τριακόσια φλουριά, ο βούλγαρος Τσέλιος Κριστώφ.
Η γενιά του όμως είναι αλυσίδα και δεν χάνεται. Φεύγει ο ένας κρίκος κι έρχεται ο άλλος στη θέση του. Καπετάνιος τώρα της ρημαγμένης κλεφτουριάς, γίνεται ο γιος του Μπότσικα, ο Γιάννης (παππούς του Θ. Κολοκοτρώνη). Ήταν ψηλός και γερός άντρας. Στον καιρό του η κλεφτουριά φούντωσε. Οι τούρκοι, στ' άκουσμά του κλείνονται στα κάστρα τους. Ο Γιάννης με τους κλέφτες του αλωνίζει τον Μοριά.
Μια μέρα τον είδε ένας Αρβανίτης και φώναξε:
- Βρε, τι Μπιθεκούρας είναι αυτός! (δηλ. ο πισινός του είναι σαν κοτρώνι).
Από τότε έμεινε στο Γιάννη το παρατσούκλι ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ. Με τ' όνομα αυτό συνεχίζει η γενιά του την ιστορία της.
Αυτή είναι η δεύτερη εξήγηση για το πως βγήκε το όνομα Κολοκοτρώνης. Πάντως, είτε έτσι, είτε αλλιώς, οι Τσεργίνηδες γίνηκαν ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ.
Η γενιά τούτη, των Κολοκοτρωναίων, πάππου προς πάππο, είχε στο αίμα της ριχτό το σαράκι της ελευθερίας.
Γονάτιζε και σηκωνόταν, πέθαινε κι ανασταινόταν, ποτέ όμως δεν παράτησε τ' άρματα, ποτέ δεν ξέχασε το μεγάλο σκοπό. Οι άνθρωποι της γενιάς αυτής δεν ήταν φτιαγμένοι από κρέας και κόκαλα. Ήταν φτιαγμένοι από ατσάλι και σίδερο.
Από την δοξασμένη τούτη γενιά των Κολοκοτρωναίων βγήκαν διαλεχτά παλληκάρια, ατρόμητοι ήρωες, που δόξασαν και τη γενιά τους και την πατρίδα τους. Πολλοί απ' αυτούς σκοτώθηκαν και κατά τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς και κατά την Επανάσταση του 1821 κι ύστερα από το 1821, στους άλλους αγώνες πόκαμε η Πατρίδα μας για να ελευθερώσει τα παιδιά της που ζούσαν στη σκλαβιά.
Μα κείνος που δόξασε πιο πολύ το όνομα των Κολοκοτρωναίων, εκείνος που πολέμησε, από αμούστακο ακόμη παλληκάρι, τους τούρκους, για να ξαναφέρει τη θεά Ελευθερία στην πατρίδα της, εκείνος που δεν έχασε ποτέ το θάρρος και την πίστη του για την ανάσταση της Ελλάδας, εκείνος που είχε τη δύναμη να κάμει μέσα σε λίγες εβδομάδες τους άοπλους γεωργούς και τσοπάνηδες φοβερούς κι ατρόμητους πολεμιστές, εκείνος που αναδείχτηκε ακατάβλητος ήρωας, μεγάλος στρατάρχης, γενναίος πολεμιστής κι εύστροφος διπλωμάτης, εκείνος που έγινε ο θρύλος του Μοριά κι όλης της Ελλάδος είναι ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ, ο «Γέρος του Μοριά».

ΟΙ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΑΙΟΙ
Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο ήλιος στα λαγκάδια
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των Κολοκοτρωναίων,
πόχουν τ' ασήμια τα πολλά, τις ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξη τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γης να την πατήσουν.
Καβάλλα τρώνε το ψωμί, καβάλλα πολεμάνε,
καβάλλα παν στην εκκλησιά, καβάλλα προσκυνάνε,
καβάλλα παίρν' τ' αντίδερο απ' του παππά το χέρι.
Φλωριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλωριά ρίχνουν στους άγιους
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
«Χριστέ μας, βλόγα τα σπαθιά, βλόγα μας και τα χέρια».

 

Δημητρίου Γερουλάνου από το βιβλίο ο <<Κολοκοτρώνης η ψυχή του 21>>

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα <<Αρκαδικοί Ορίζοντες>>

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: