agios basilis tripoliΔύο φορές έγιναν καταστροφικές πυρκαγιές στην Τρίπολη και άφησαν θύματα και μεγάλες υλικές ζημιές. Ήταν το 1855 και το 1872. Απ’ ό,τι αναφέρουν η Ιστορία, μα και η Παράδοση.
Στην Τρίπολη υπήρχε πολύ εμπορία και μεγάλο αφεντιλίκι, που συνεχίζεται ακόμη και σήμερα.
Μετά την ολική καταστροφή της Τριπολιτσάς το 1825-26 από τον άραβα Ιμπραήμ, η πόλη άρχισε να ανασυγκροτείται, να αναπτύσσεται ραγδαία, με πολλά προσόντα και απαιτήσεις.
Αυτό οφειλόταν στην ηθική και υλική συμπαράσταση του κυβερνήτη Καποδίστρια στην κατεστραμμένη πόλη.
Βλέπουμε πως από το 1828 στην Τρίπολη εγκατέστησε τρεις γάλλους πολεοδόμους και ολόκληρη Επιτροπή με αρχηγούς τους Βούλγαρη και Σταυρίδη για τη ρυμοτομία της πόλης.
Από το 1828 έως το 1830 χτίστηκαν 650 σπίτια και 250 μαγαζιά και εργαστήρια.


Όλα αυτά και άλλα πολλά που θα αναφέρουμε σε άλλες στήλες, έδωσαν μεγάλη εμπορική κίνηση.
Πληθώρα τα υπαίθρια μαγαζιά με παράγκες και πάγκους μικροπωλητών εμπόρων, είχε κατακλύσει τα κεντρικότερα σημεία της πόλης, όπως ήταν η Πλατεία Αγίου Βασιλείου, το Καθολικό εκεί που είναι το Μαντζούνειο σήμερα, ελαιοπάζαρο, σιταροπάζαρο και το Τζαμί της Ώρας.
Μεγάλη η ανάπτυξη και αναγνώριση της πόλης από το Κράτος και τους πολίτες, και μεγάλη η φήμη της στην πλέον ελεύθερη Ελλάδα, που αρχικώς ήταν η Πελοπόννησος με πρωτεύουσα το Ναύπλιο. Όλα αυτά τα παραπήγματα («παράγκες») στα περισσότερα σημεία, είχαν εδραιωθεί και καταπατήσει τόπους που θεωρούνταν ιδιοκτησίες, ενώ η χάραξη της πλατείας και οι κεντρικές αρτηρίες, όπως ο δρόμος Καλαβρύτων, Καλαμών, Ναυπλίου, Γορτυνίας και Σπάρτης, καθώς και η Πλατεία Κολοκοτρώνη με τον δρόμο που ενώνει τις δύο πλατείες, είχαν γίνει το 1828, καθώς και η Πλατεία Ανεξαρτησίας, Βαλτετσίου και η Κεντρική Πλατεία, που αργότερα ονομάστηκε Πλατεία Αγίου Βασιλείου και σήμερα το 2000 λέγεται Πλατεία Βασιλέως Γ.Β.
Τα τρία αυτά χρόνια της Κυβέρνησης του Καποδίστρια βλέπουμε την Τρίπολη να προχωρά ως προς την χάραξη των δρόμων και των πλατειών και γενικά ως προς τη ρυμοτόμηση μιας καινούργιας πολιτείας.
Αμέσως μετά την δολοφονία του Καποδίστρια άρχισε η ασυδοσία και μέσα στις πλατείες στήνονταν παράγκες σαν αυτές που στήνονταν στα παζάρια.
Εδώ παρατηρείται ο διχασμός δημοκρατικών, βασιλοφρόνων και ισχυρών οικογενειών, καθώς και κοτζαμπάσηδων που ανήκαν στην φιλοβασιλική παράταξη.
Αμέσως μετά το 1831 ανετράπησαν οι μελέτες του σχεδίου πόλεως και οι αρχικές επιτροπές διαλύθηκαν και ανέλαβαν άλλες που είχαν αντιδικίες με τις πρώτες.
Από μελέτες σε ιστορικά ντοκουμέντα διαφόρων ιστορικών, βλέπουμε πως έκτοτε, από το 1831 δηλαδή, δεν ίσχυε η διαταγή του Θ. Κολοκοτρώνη, να μην καταπατούνται Εθνικοί Τόποι. Το συμπέρασμα βγαίνει από την πορεία της Τρίπολης στην ρυμοτομία, που βλέπουμε σήμερα να βρίσκεται με στενά σοκάκια, με δρόμους χωρίς εξόδους και άλλα πολλά.
Το θέμα μας σε αυτό το κεφάλαιο είναι οι παράγκες και τα μεγάλα παζάρια, εκεί που βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου.
Αναφέρεται πως τα ρέματα που περνούσαν μέσα από την Τρίπολη είχαν ως πορεία τους αυτή της οδού Γορτυνίας που περνούσε από την πλατεία Αγίου Βασιλείου και την οδό Χατζηχρήστου.
Η παλιοί Τριπολιτσιώτες θυμούνται την οδό Χατζηχρήστου που ήταν ρέμα και ίσως αυτό που προέρχεται από τα ριζά των Τρικόρφων Συλίμνας. Το άλλο ρέμα που κατέβαινε από την «άκολη» τρύπα, ακολουθούσε τη διαδρομή: οδός Χρονά, Πλατεία Βαλτετσίου, Υψηλάντου, και κατέληγε προς το τραίνο. Η παράδοση αναφέρει αυτά τα ρέματα και συγκεκριμένα ο Γεώργιος Λαμπρόπουλος που είχε σπίτι επί της οδού Υψηλάντου (και που είναι 22 χρονών), αλλά στο βάθος και όχι επί του δρόμου.
Τον ρώτησα γιατί αυτό το παλιό σπίτι είναι στο βάθος και μου απάντησε πως η πεθερά του έλεγε πως η οδός Υψηλάντου ήταν ρέμα και για να περάσουν είχανε ένα ξύλινο γεφύρι.
Η παράδοση αναφέρει επίσης πως το ρέμα που περνούσε από την οδό Χατζηχρήστου, ακριβώς εκεί που βρίσκεται σήμερα η εκκλησία, στην άκρη του ρέματος ήταν το προσκυνητάρι του Αγίου Βασιλείου.
Αυτοί που έστηναν τις παράγκες τους καθημερινά άναβαν το καντήλι του προσκυνηταριού που μέσα είχε την εικόνα του Αγίου Βασιλείου.
Κατά τις μεταβατικές περιόδους από την απελευθέρωση μέχρι το 1855 οι καταπατήσεις οικοπέδων και δημοτικών χώρων ήταν πάρα πολλές.
Έτσι και οι μικροέμποροι της εποχής εκείνης ύστερα από αρκετά χρόνια που βρίσκονταν εγκατεστημένοι εκεί στην πλατεία και γύρω από αυτήν ήταν πλέον ιδιοκτήτες.
Την νύχτα της 7ης Ιουλίου 1855 ξέσπασε μεγάλη φωτιά κι έκαψε όλα τα πρόχειρα ξύλινα μαγαζιά. Η καταστροφή ήταν ολοκληρωτική και σε μεγάλη έκταση, που καθάρισε τον τόπο από τα πρόχειρα ξύλινα κατασκευάσματα που ασχήμαιναν την περιοχή.
Ευκαιρία λοιπόν για την Δημοτική Αρχή και τις Εκκλησίες να ανεγείρουν την Μητρόπολη της πόλης στο κέντρο, όπου και ανήκε.
Η παράδοση δίνει το παρόν και μας αναφέρει πως ο Άγιος Βασίλειος, που είναι υπερυψωμένος και κάτω από την εκκλησία βρίσκονται τα μαγαζιά, χτίστηκε πάνω σε ξένες ιδιοκτησίες.
Προκειμένου να γίνει το μεγάλο έργο του Αγίου Βασιλείου, σχεδίασαν να χτίσουν τα μαγαζιά που εκτελούν και χρέη θεμελίων και να τα δώσουν στους ιδιοκτήτες του μικρού οικοπέδου. Είναι γνωστό πως τα μαγαζιά που στηρίζουν την Εκκλησία είναι θολωτά και το βάθος τους είναι αρκετό, ενώ η πρόσοψή τους βλέπει στους γύρω δρόμους, στην εκκλησία και τις σκάλες που φτάνουν στο προαύλιο χώρο της εκκλησίας, όπως επίσης και τα μπαλκόνια από τις δύο πλευρές. Η υπερύψωση της εκκλησίας με τους εξώστες (μπαλκόνια) είναι η μοναδική, τουλάχιστον στον Ελλαδικό χώρο.
Το καλλιμάρμαρο αυτό οικοδόμημα στολίζει την Τρίπολη, όχι μόνο με την πρωτοτυπία του, αλλά και με το μαρμάρινο χτίσιμό του.
Το μεγάλο αυτό έργο τέχνης που αγγίζει την τελειότητα με τα διαζώματα, τα κορνιζώματα, τα αετώματα, τα μονοκόμματα μάρμαρα στις πόρτες και τα παράθυρα (ορθομαρμαρώσεις), τα θολωτά μονοκόμματα μάρμαρα που στεγάζουν πόρτες και παράθυρα είναι να το θαυμάζει κανείς. Τα χειροποίητα αυτά κομψοτεχνήματα που το λευκό μάρμαρο με τη λεία επιφάνεια χαρίζει το φόντο που επί χρόνια τώρα μένει ανέπαφος από τη φθορά του χρόνου.
Να λοιπόν που οι νεοέλληνες βάδισαν στα αχνάρια των Αρχαίων και το σπουδαίο έργο που έγινε στην Τρίπολη δείχνει τη συνέχεια.
Το λευκό μάρμαρο των Δολιανών, έβγαινε από τα νταμάρια της περιοχής, μεταφερόταν σε διάφορα σημεία, όπως στην Τεγέα, όπου το επεξεργάζονταν σε στεγασμένα εργαστήρια.
Οι Τεγεάτες καλλιτέχνες-γλύπτες-πελεκητές παρουσίαζαν τα πελεκημένα μάρμαρα υπό αυστηρή επίβλεψη του αρχιμάστορα που ανέγειρε την εκκλησία.
Τα εργαστήρια επεξεργασίας των μαρμάρων ήταν στα Αχούρια (σημερινό Στάδιο), όπου τα θυμήθηκα κι εγώ όταν πήγα και τα βρήκα το 1973, καλύβια πλέον. Οι ντόπιοι καυχούνταν για τους παλιούς τεχνίτες της Τεγέας και έλεγαν πως τα μάρμαρα του Αγίου Βασιλείου και όλες οι ορθομαρμαρώσεις των εισόδων των αρχοντικών που έγιναν μετά το 1901-1930 πελεκήθηκαν στην Τεγέα. Όλα τα μαρμάρινα μπαλκόνια με τα σκαλιστά φρούσια (υποστηρίγματα), με διάφορα σχέδια, όπως ο Κορινθιακός άκανθας, γίνονταν στην Τεγέα, τα Δολιανά και την Τρίπολη.
Όλα αυτά τα αντλούμε από την Παράδοση, χωρίς κανένα γραπτό στοιχείο ή ιστορικό ντοκουμέντο. Κανένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, κανένα στατικό στοιχείο δεν έχουμε για το οικοδόμημα του Αγίου Βασιλείου. Κανένας αρχιτέκτονας ή μηχανικός δεν αναφέρεται να έχει κάνει σχέδια και μελέτες γι’ αυτό το κολοσσιαίο έργο.
Κατά καιρούς η Μητρόπολη είχε ερευνήσει προς εύρεση στοιχείων για την μελέτη και αποπεράτωση του έργου, όμως μάταια. Τελευταίος ο Μητροπολίτης κ.κ.Αλέξανδρος μαζί με τον καθηγητή κ.Πετρονώτη αποπειράθηκαν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό των θεμελίων της εκκλησίας, προκειμένου να δουν τι είναι αυτό που κάνει την εκκλησία τόσο στέρεη, χωρίς κανένα ρήγμα.
Έμειναν κατάπληκτοι από την υπερυψωμένη θεμελίωση της εκκλησίας, η οποία στηρίζει όλον αυτόν τον όγκο. Εδώ είναι και το σπουδαιότερο, ότι δηλαδή ο άνθρωπος που μελέτησε και σχεδίασε το μεγάλο αυτό έργο ήταν ένας απλός άνθρωπος, το όνομα του οποίου ήταν Γ. ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ, νησιώτης (ίσως από την Τήνο) και μεγάλος Αρκάς καλλιτέχνης.
Οι παλιοί Τριπολιτσιώτες μετέφεραν την παράδοση ακέραια και μας την προσφέρουν ώστε να βρούμε στοιχεία.
Ο Αγγελάκος, ο μεγάλος αυτός μάστορας, έχτισε τον Άγιο Βασίλειο, όπως λέει ο Διαμαντής Καρύδης. Ήταν ξένος, νησιώτης, ο οποίος παντρεύτηκε την αδελφή του Μαζέτα, την ωραία Τριπολιτσιώτισσα, το όνομα της οποίας ήταν Ελένη.
«Ο πατέρας μου κουβαλούσε πέτρες με το κάρο και μάρμαρα από την Τεγέα όταν χτιζόταν η εκκλησία. Μου τα μολόγαγε ως τα γεράματά του, γιατί ήταν φίλος του Αγγελάκου», μας διηγήθηκε ο κ.Καρύδης.
Ο Αποστόλης Κεχρής θυμάται που έλεγαν πως ο Άγιος Βασίλης δεν είχε μηχανικούς παρά τον πρωτομάστορα Αγγελάκο.
Έλεγαν, λέει ο μαστρο-Απόστολος Τσαγκάρης, στα νιάτα του ο Αγγελάκος καθόταν από κάτω από τον πλάτανο που βρισκόταν στη μέση της πλατείας, δίπλα από το πηγάδι. Το πηγάδι και ο πλάτανος ήταν εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το σιντριβάνι. (Ο πλάτανος αυτός δεν ήταν ο περίφημος πλάτανος που φύτεψε ο Γιαννάκος Πετρινός το 1835 στη γωνία που αρχίζει η οδός Καλαβρύτων και κόπηκε από τον Διοικητή της 9ης Μεραρχίας τον κ.Θ.Πετζαρόπουλο, τη νύχτα της 8ης προς 9η Ιουνίου του 1949).
Απάνω σε έναν πάγκο είχε τα χαρτιά του ο Αγγελάκος κι εκεί μελετούσε κι επέβλεπε και τους μαστόρους και έχτιζε και ο ίδιος.
Οι Σεχιώτες καρολόγοι που μετέφεραν πέτρες, άμμο και μάρμαρα, άφησαν την παράδοση να πλανάται και στα βαθιά γεράματά τους έλεγαν πως ο Άγιος Βασίλειος σχεδιάστηκε και χτίστηκε από τον αρχιμάστορα Γιώργο Αγγελάκο που ήταν καλός άνθρωπος και μεγάλος γλεντζές και έγινε και γαμπρός Τριπολιτσιώτης.
Αυτοί οι βιοπαλαιστές τα μολογούσαν αυτά στις ταβέρνες και τα άκουγαν οι νεότεροι και τα μετέφεραν, όπως για παράδειγμα ο Καρύδης, ο Κεχρής, ο Γκλίνος, ο Μανδρώνης, οι Χλεπαίοι κ.ά.

ΑΡΧΕΙΟ ΤΑΣΟΣ ΜΠΙΡΜΠΙΛΗΣ

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: