Ο ρόλος που έπαιξε το δημοτικό τραγούδι στην Επανάσταση, προσδιορίστηκε με απόλυτη ακρίβεια από τον πρωταγωνιστή αυτής της Επανάστασης, κλέφτη από τα είκοσί του χρόνια, και γιο και απόγονο κλεφτών και αρματωλών προγόνων, το Γέρο του Μωριά, που είπε:
«Μία φορά όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθεν ο Άμιλτον [δηλαδή ο Άγγλος Αντιναύαρχος] να με ιδή. Μού είπε ότι ‘πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύση’. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: - ‘Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα’. Με είπε: - ‘Ποιά είναι η βασιλική φρουρά του, ποιά είναι τα φρούρια;’ – ‘Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφτες, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά’. Έτσι δεν με ωμίλησε πλέον».
Είπε, δηλαδή, ο Κολοκοτρώνης, από το δεύτερο κιόλας χρόνο της Επανάστασης, ότι οι κλέφτες που είχαν μεταβάλει τα βουνά της πατρίδας τους σε απάτητα κρησφύγετα και φρούρια τής ελευθερίας είναι εκείνοι που και τώρα, όπως τότε, συνεχίζουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, απογόνους του άλλοτε Πορθητή τής Βασιλεύουσας, και όπως τότε ο τελευταίος αυτοκράτορας αρνήθηκε την παράδοση της Πόλης στο βάρβαρο επιδρομέα και πρόσφερε θυσία τη ζωή του περιφρονώντας τα προσφερόμενα από τον κατακτητή ανταλλάγματα, έτσι και οι νεότεροι απόγονοι αυτών ακολουθούν την ίδια γενναιόψυχη και ασυμβίβαστη συμπεριφορά.