theofilos stayrotosΟ ρόλος που έπαιξε το δημοτικό τραγούδι στην Επανάσταση, προσδιορίστηκε με απόλυτη ακρίβεια από τον πρωταγωνιστή αυτής της Επανάστασης, κλέφτη από τα είκοσί του χρόνια, και γιο και απόγονο κλεφτών και αρματωλών προγόνων, το Γέρο του Μωριά, που είπε:
«Μία φορά όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθεν ο Άμιλτον [δηλαδή ο Άγγλος Αντιναύαρχος] να με ιδή. Μού είπε ότι ‘πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύση’. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: - ‘Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς, καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα’. Με είπε: - ‘Ποιά είναι η βασιλική φρουρά του, ποιά είναι τα φρούρια;’ – ‘Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφτες, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά’. Έτσι δεν με ωμίλησε πλέον».
Είπε, δηλαδή, ο Κολοκοτρώνης, από το δεύτερο κιόλας χρόνο της Επανάστασης, ότι οι κλέφτες που είχαν μεταβάλει τα βουνά της πατρίδας τους σε απάτητα κρησφύγετα και φρούρια τής ελευθερίας είναι εκείνοι που και τώρα, όπως τότε, συνεχίζουν τον πόλεμο με τους Τούρκους, απογόνους του άλλοτε Πορθητή τής Βασιλεύουσας, και όπως τότε ο τελευταίος αυτοκράτορας αρνήθηκε την παράδοση της Πόλης στο βάρβαρο επιδρομέα και πρόσφερε θυσία τη ζωή του περιφρονώντας τα προσφερόμενα από τον κατακτητή ανταλλάγματα, έτσι και οι νεότεροι απόγονοι αυτών ακολουθούν την ίδια γενναιόψυχη και ασυμβίβαστη συμπεριφορά.


Η συμπεριφορά αυτή φθάνει με απόλυτη θεματική ταύτιση και εμφανή συνάφεια ακόμη και στην υπερήφανη θέληση τού περικυκλωμένου από τους Τούρκους εισβολείς Αυτοκράτορα και του επαναστατημένου πληγωμένου Κλέφτη, όταν και οι δύο ζητούν να μην τους μολύνει το ξίφος τού κατακτητή, αλλά να τους πάρει το κεφάλι κάποιος από τους Χριστιανούς, όπως ζήτησε εναγωνίως ο Παλαιολόγος και όπως αναφέρεται το ίδιο και στο ισοδύναμο δημοτικό τραγούδι:
Που είσαι καλέ μου αδελφέ, πολυαγαπημένε,
γύρισε πίσω πάρε με, πάρε μου το κεφάλι,
να μην το πάρη η παγανιά και ο Γιουσούφ Αράπης
και μου το πάη στα Γιάννινα, τ’ Αλή Πασά του σκύλου.

Πράγματι, ο ρόλος του Δημοτικού Τραγουδιού, του Κλέφτικου, κυρίως, είναι βασικός συντελεστής της Παλιγγενεσίας αφού σ’ αυτό υπάρχει διάχυτη η μνήμη της αγωνιστικής και αναμφισβήτητης ιστορικής συνέχειας σε όλες τις στιγμές του Ελληνισμού από τις τραγωδίες του μέχρι τους θριάμβους του. Από τους παιάνες και τα εμβατήρια της λαϊκής ποίησης των Περσικών Πολέμων «Ίτε παίδες Ελλήνων, ελευθερούτε πατρίδα... νυν υπέρ πάντων ο αγών» και τους ενδιάμεσους σταθμούς της πορείας του, τα Ακριτικά, με τους φρουρούς των συνόρων στον Πόντο, την Καππαδοκία, τον Ευφράτη, μέχρι τα Ιστορικά, όπως οι «Θρήνοι» για την Άλωση, όπου εκφράζεται η εγκαρτέρηση για την εθνική συμφορά, αλλά ταυτόχρονα και η βεβαιότητα του υπόδουλου Γένους για την απολύτρωση από τα δεσμά, όπως και έγινε. Και στη συνέχεια του Ελληνισμού έχουμε τα περίφημα Κλέφτικα τραγούδια, δημιουργήματα τής Τουρκοκρατίας, μετά τον 16ο αι., που φέρνουν μέσα τους ατόφιο και ανόθευτο το ελληνικό φρόνημα και το διαχρονικό ελληνικό ήθος. Στα Κλέφτικα είναι διάχυτη η προετοιμασία του ένοπλου αγώνα. Είναι εθνικά μνημεία στα οποία αποτυπώνονται σχεδόν αναλλοίωτα τα χαρακτηριστικά του ελληνικού εθνικού χώρου, στις διαστάσεις της ελληνικής γης του Μ. Αλεξάνδρου και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, δηλαδή της ελληνικής πατρίδας και όχι στα όρια που την ήθελαν οι Φιλέλληνες.
Η πατρίδα, λοιπόν, των Δημοτικών Τραγουδιών ξεκινάει από τις ναυμαχίες και μάχες από τη Σαλαμίνα και τον Πόντο και εκτείνεται στην Πόλη, τη Μακεδονία και την Αδριανούπολη για να περάσει αργότερα με τα Κλέφτικα στην Πελοπόννησο, τη Στερεά, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Οι Έλληνες αντιμετώπισαν πάντα τους εχθρούς τους και το πλήθος τών παντοειδών εισβολέων, εξιστορώντας και τραγουδώντας τα γεγονότα με τα λαϊκά τραγούδια της εκάστοτε εποχής τους. Τραγουδήθηκαν παντού όπου υπήρχε Ελληνορθόδοξη ψυχή στη Θράκη, Μακεδονία, Ρούμελη, Μωριά, Νησιά, Πόντο και μαρτυρική Κύπρο.
Από το Διγενή, την ακατάλυτη ψυχή των Σαλαμίνων που στην Εφτάλοφη έφερε το σπαθί των Ελλήνων, κατά τον Παλαμά, γίνεται το πέρασμα στον δημοτικό θρήνο:
Πήραν την Πόλη, πήραν την, πήραν τη Σαλονίκη!
Πήραν και την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.

και σε λίγο:
Ο Θοδωράκης κάθεται στης Ζάκυνθος το κάστρο
Βλέπει την Αλωνίσταινα, το δόλιο Λιμποβίτσι
Τον πήρε το παράπονο και κάθεται και κλέει.

Σιγά σιγά, όμως, έρχονται και τα πρώτα μηνύματα τού ξεσηκωμού.
Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν
και ξαναζωντανεύει το παράγγελμά του Διάκου:
«Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε παιδιά μη φοβηθήτε,
σταθήτε αντρειά σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε

και τότε
Κρυφά το λένε τα πουλιά κρυφά το λεν τ’ αηδόνια,
κρυφά το λέει ο γούμενος από την άγια Λαύρα:
‘παιδιά για μεταλάβετε, για ξεμολογηθήτε·
δεν είν’ ο περσινός καιρός κι’ ο φετεινός χειμώνας.
Μας ήρθε γη άνοιξη πικρή, το καλοκαίρι μαύρο,
γιατί σηκώθη πόλεμος και πολεμάν τους Τούρκους.
Να διώξουμ’ όλη την Τουρκιά ή να χαθούμε ούλοι.

Και έρχεται ο θρίαμβος:
Πήραν τα κάστρα, πήραν τα, πήραν και τα ντερβένια
πήραν και την Τριπολιτσά, την ξακουσμένη χώρα

Το τραγούδι δείχνει την αδιάκοπη ηρωική φυλετική συνέχεια και την εθνική καταγωγή σε πράξεις και συμπεριφορές. Το πρώτο σκίρτημα των ψυχών έδωσε το Δημοτικό τραγούδι και η Χριστιανική Πίστη. Υπήρξε συντελεστής κύριος και εμψυχωτής τής εθνικής παλιγγενεσίας και εξυμνούσε τις ηρωικές πράξεις τών Κλεφτών, καταπολεμούσε το φόβο, γεννούσε την ελπίδα και οδηγούσε τους νέους στα απάτητα κορφοβούνια.
«Κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης»
«Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις
χιλιάδες
Μετριούνται τα κλεφτόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες».

Η προγονική αξιοπρέπεια είχε εξυψώσει από νωρίς τις ψυχές και τις είχε οδηγήσει να εκφράσουν τον άφθαστο ελληνικό πατριωτισμό και τη βαθιά και πλούσια ευαισθησία της προσφοράς.
Ακούγεται έτσι η φωνή του Γέρου του Μωριά, σ’ ένα τραγούδι που ο ίδιος σχεδίασε:

Καλά τρώμε και πίνουμε και λιανοτραγουδάμε
δεν κάνουμε κι ένα καλό, καλό για την ψυχή μας;
Να πάμε να φυλάξουμε στης τρίχας το γιοφύρι
που θα διαβή ο Βόιβοντας με τους αλυσσομένους
να κόψουμε τις άλυσσες να βγούν οι σκλαβωμένοι:.

Τα αριστουργήματα του Τουρκοκρατούμενου λαού, τα Δημοτικά του τραγούδια, γεννούσαν το δάκρυ αλλά άναβαν και τον πατριωτικό ενθουσιασμό και οδήγησαν στην εθνική δόξα. Το δημοτικό τραγούδι γίνεται κατά τον Παλαμά ο καθρέφτης της ψυχής της Ελλάδας και αυτό οδήγησε στην επανάσταση του Εικοσιένα και αυτό καταγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αφού Αρματωλοί και Κλέφτες δίδαξαν επί χρόνια τον ατέλειωτο κατά των τυράννων κλεφτοπόλεμο.
Κατά τον Ακαδημαϊκό και ποιητή Σωτήρη Σκίπη «όποιος θέλει να νοιώσει το θαύμα του Εικοσιένα, μαζί με την ιστορία, ας μελετάει και τα κλέφτικα τραγούδια. Αυτά θα τον μεταφέρουν στην προεπαναστατική Ελλάδα. Αυτά θα του δώσουν κάποια ιδέα της κλεφτουργιάς που αποτελούσε μια ξέχωρη Ελλάδα μέσα στην Ελλάδα που είχε πάρει τα βουνά για να ζήσει ελεύθερη και για να προετοιμάσει τη λευτεριά και της άλλης, της Ελλάδας του κάμπου».
Και το θαύμα έγινε. Ο αναλφάβητος λαός τα αγκάλιασε τα ενστερνίστηκε και έτσι δημιούργησε το Εικοσιένα. Φλυαρούν όσοι θέλουν να θεωρούν το υπέρλαμπρο αυτό Ελληνορθόδοξο κίνημα αντίλαλο της Γαλλικής Επανάστασης, ενώ είναι βγαλμένο από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά. «Η δική μας Επανάσταση δεν ομοιάζει με καμία άλλη», βροντοφώνησε ο Κολοκοτρώνης.
Ο έλληνας δημοτικός ποιητής τραγουδάει τα περιστατικά καλά ή κακά ενός κλέφτη, ενός ήρωα, τη νίκη ή το θάνατο και έτσι γράφει την ιστορία τους. Δεν έχει τίποτε το υπερφυσικό ή μυθικό, όπως συμβαίνει στα Βαλκανικά δημοτικά τραγούδια, που τόλμησαν μερικοί αμαθείς να τα παρομοιάσουν με τα ελληνικά.
Όλη η ελληνική ιστορία και κυρίως αυτή του Εικοσιένα γράφεται στα τραγούδια και αντίστοιχα, δημιουργείται η ιστορία από τα τραγούδια, που οδηγούν σε ηρωικές πράξεις. Την ιστορία έγραψαν πρώτα, πριν το ξεσηκωμό, στα βουνά της Ελλάδας, σ’ όλο το διάστημα που ακολουθούσε την Άλωση της Πόλης. Δεν έχασε ποτέ την ελπίδα ο Έλληνας, δεν έπαψε ούτε στιγμή να χύσει το αίμα του σε φοβερούς άνισους αγώνες για να φέρει την ποθητή Ανάσταση.
Το δημοτικό τραγούδι, το ιστορικό και το κλέφτικο, εκτός από την ιστορία που γράφει των αγώνων, αναδεικνύει μια άλλη ισχυρότερη και πολυτιμότερη ιστορία, την ιστορία της ψυχής, τής ευαισθησίας, του ήθους, της αρετής που σφραγίζει το ιστορικό κατόρθωμα.
Το δημοτικό ποίημα είναι τραγούδι που μελοποιεί την ιστορία. Είναι άλλο οι συλλογές δημοτικών ασμάτων ως λογοτεχνία και άλλο το δημοτικό τραγούδι ως μέλος και χορός.
Όσο για τους ανώνυμους και αγράμματους δημιουργούς τού δημοτικού τραγουδιού που γράφουν με το έργο τους Ιστορία, αυτοί είναι η συνείδηση ενός ολόκληρου λαού. Γράφει ο Σεφέρης, που ένα ποίημά του έχει τίτλο Δημοτικό τραγούδι: Για πολλούς αιώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός. Και το πιο παράξενο είναι ότι αυτοί οι αγράμματοι συνεχίζουν πιστά το αρχαίο ελληνικό πνεύμα σε αντίθεση με την απέραντη ρητορεία των καθαρολόγων, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ακατάλυτο φίμωτρο». Δηλαδή για να το παραφράσω στο Δημοτικό τραγούδι εκπληρώνεται ο ευαγγελικός λόγος και οι έσχατοι έσονται πρώτοι.
Σήμερα συνηθίζουμε να λέμε οι επώνυμοι και να υποτιμούμε τους ανώνυμους, τον ανώνυμο λαό. Αν ξεσκεπαστεί, γράφει ο Κόντογλου, στον πιο τιποτένιο κι αγράμματο άνθρωπο το μυστήριο του κόσμου, ο πρώτος, δηλαδή ο έξυπνος και διαβασμένος να σωπαίνει. Στα τραγούδια που κάνανε αυτοί οι βουνήσιοι, βλέπουμε κάποια αλήθεια και μια τελειότητα που δεν την φτάνουν οι σπουδασμένοι λόγιοι και ποιητάδες, με τα πολύπλοκα εργαλεία τους. Οι απλοί άνθρωποι ό,τι φτιάξανε δεν είναι φτιαστό, παρά είναι αληθινό και καθαρό σαν τα ίδια τα βουνά. Μηδέ πέννα πιάσανε στα χέρια τους, ούτε χαρτί, ούτε μελάνι.
Από την καρδιά τους ανέβηκε στο στόμα κι από το στόμα βγήκε, όπως λαλεί το πουλί, κι ύστερα μαθεύτηκε και το ‘πανε οι κούκοι στα βουνά κι οι πέρδικες στα πλάγια. Κι από στόμα σε στόμα απόμεινε στον κόσμο να τραγουδιέται γενεές γενεών. Εμείς οι γραφιάδες κάνουμε πράματα φτιασιδωμένα, χωρίς εκείνη τη δροσιά και την αγνή ευωδία».
Και επισημαίνει ο ίδιος:
«Αυτοί που δεν πήγανε σχολείο γίνανε δάσκαλοι, σ’ αυτούς που το τελειώσανε. Αυτοί που δεν ξέρανε να γράψουνε τ’ όνομά τους σ’ αυτό τον παρθένο τόπο μολαταύτα σαν μαγνήτης έσερνε τους σπουδασμένους της γης και ζέσταινε την καρδιά τους που είχε παγώσει από την πολλή σπουδή, φορτωμένοι με την ταφόπετρα της σοφίας και της επιστήμης και θα αλλάξουνε τα καθαρά στενοβράκια με τη λερή παληοκαπότα για να πιούνε από τις βρυσούλες και να κοιμηθούνε».
Και ο Ελύτης αυτοσυστήνεται:
Τα θεμέλιά μου στα βουνά
Και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους
Και πάνω τους η μνήμη καίει
Άκαυτη βάτος.

Τα θεμέλιά του είναι οι ρίζες του λαού και η μνήμη τής παράδοσης του Έθνους του. Το «Άσμα ηρωικό» επίσης κινείται και αναπνέει μέσα στο χώρο του δημοτικού τραγουδιού: «Θέ μου Πρωτομάστορα στα βουνά με θεμέλιωσες»
Και ο Ακαδημαϊκός ποιητής επαυξάνει:
«Οι καταχτητές δεν υποψιάστηκαν καν πως είχαν αφήσει απείραχτο το ίδιο το λίκνο της Φυλής. Το αθάνατο ελληνικό βουνό. Τα δάση του και τα φαράγγια του. Κι όποιος δε νοιώσει το ρόλο που έπαιξε στη διατήρηση της γλώσσας μας, της θρησκείας μας και των παραδόσεων μας το ελληνικό βουνό, δε θα νοιώσει ποτέ πώς σήμερα έχει την τιμή να λέγεται και να είναι Έλλην. Αρματωλοί και Κλέφτες ανέβηκαν στ’ απόρθητα βουνά μας και από τους απάτητους κρυψώνες τους κήρυξαν έναν ατέλειωτο κι εξαντλητικό κλεφτοπόλεμο που οδήγησε στην Επανάσταση του ’21».
Οι αναφορές σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους με ονόματα διαχρονικά ελληνικά είναι άλλη μία μορφή ενότητας ιστορικής, γλωσσικής και τοπογραφικής του δημοτικού τραγουδιού.
Τα κλέφτικα τραγούδια συμπληρώνουν τις γνώσεις μας για την ιστορία του ’21, γράφουν και αυτά ιστορία τής προεπαναστατικής και τής θαυματουργικής Ελλάδας. Ο δημοτικός ποιητής μετατρέπει τη θυσία του λαού σε στίχους και τραγούδι, όπως αυτό του Ρήγα, που είχε και αυτός καταφύγει στον Όλυμπο, στο πλευρό τών Αρματωλών και που αναφέρθηκε στο έργο του «Ύμνος πατριωτικός» στους Αρματωλούς και Κλέφτες, προτρέποντας να τους μιμηθούν και κυρίως να μιμηθούν τον Κολοκοτρώνη. Γράφει ο Ρήγας: Διές τον Κολοκοτρώνη πόσους εχθρούς σκοτώνει.
Τα δημοτικά τραγούδια έγιναν οι εφημερίδες του λαού κατά τον Γέρο του Μωριά, αφού γεννήθηκαν μόλις χάθηκε η πολιτική ελευθερία και σκοπός τους ήταν να διαμηνύουν την ανάκτησή της. Αυτά, λοιπόν, έγραψαν την ιστορία της εποχής, πολύ πριν από τους επώνυμους απομνημονευματογράφους.
Το δημοτικό τραγούδι είναι και για σήμερα όργανο τής Ανάστασης εναντίον μιας ξενοξιπασμένης και χρεωκοπημένης πνευματικής ζωής, αγώνας γυρισμού στο Έθνος, στην Ελλάδα και την εθνική της ταυτότητα. Ο όρος λαός δηλαδή πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γραπτά μνημεία, γιατί στην Ελλάδα πρωτοϋπήρξε λαός αξιοπρεπής, ελεύθερος και όχι ανδράποδο, όπως πληροφόρησε ξεδιάντροπα την εκπαιδευτική κοινότητα ένας χαμένος πολιτικός παράγοντας, αμαθής υπουργός Παιδείας και βαρβαρότητας, πλημμυρισμένος από διαφωτιστικά ιδεολογήματα, που έγραψε σε εγκύκλιό του ότι γίναμε λαός μόλις επαναστατήσαμε, γιατί πριν δεν είμαστε τίποτα κατ’ αυτόν και το φωτισμένο επιτελείο του.
Ο άγνωστος τραγουδιστής του δημοτικού τραγουδιού είναι ο ίδιος ο λαός, οι υπερήφανες γενιές τριών αιώνων αγωνιστών, η λανθάνουσα επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι στραφήκανε οι πιο άξιοι λογοτέχνες μας Σεφέρης, Ελύτης, μαθητής αυτός του Γιάννη Αποστολάκη, περίφημου μελετητή και εκδότη δημοτικών τραγουδιών, Σολωμός που έκανε και συλλογή δημοτικών τραγουδιών, Βαλαωρίτης, Ρίτσος, Κρυστάλλης, Καβάφης δεινός μελετητής του δημοτικού τραγουδιού, ο Γκάτσος, για τον οποίο γράφει ο Ελύτης ότι «Τις πηγές της ποιητικής του έκφρασης τις βρήκε έτοιμες μαζί με τα τραγούδια των προγόνων του. Η δημοτική παράδοση κυκλοφορούσε στο αίμα του».
Ο θρύλος από τα ιστορικά γεγονότα που τον γεννά η ψυχή του έθνους διατηρείται αλώβητος στο ιστορικό τραγούδι και όλοι οι θρύλοι μεταφερθήκανε με το τραγούδι στο Εικοσιένα και έτσι η ιστορία γράφεται με το τραγούδι.
Ποίηση της Τουρκοκρατίας υπήρξε το δημοτικό τραγούδι, που διεκτραγωδεί και εξιστορεί την τραγωδία του λαβωμένου Γένους με την ελπίδα στην Ελευθερία, μεταφέροντας ιστορικά παραγγέλματα αιώνων. Τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια παρουσιάζουν ιστορικά γεγονότα σε συγκεκριμένες χρονολογίες, όπως η καταστροφή της Αδριανούπολης από τους Τούρκους το 1361, της Αγιά Σοφιάς (1453), του Δασκαλογιάννη (1769) κ.λ.π. Τα δημοτικά τραγούδια γράφουν τη δική τους εποποιΐα για τους εγκωμιαζόμενους ήρωες και μεταφέρουν την ιστορική αυτή δική τους δημιουργία στις επόμενες γενιές, καταγράφοντας ανεξίτηλα, ονόματα όπως Γιωργάκης Ολύμπιος, Γιάννης Φαρμάκης, Εμμανουήλ Παπάς, Καρατάσος, Κολοκοτρώνης, Νικοτσάρας, Νικηταράς, Καραϊσκάκης, Ανδρούτσος, Τζαβέλας, Κατσαντώνης, Στριφτόμπολας, Διάκος, Πλαπούτας, Μαυρομιχάλης, Πετιμεζάς, Μάρκος Μπότσαρης, Παπαφλέσσας, Γκούρας και αμέτρητο πλήθος άλλων.
Εκείνος όμως που παρεμβάλει στα δικά του Απομνημονεύματα, δημοτικά τραγούδια, αποδεικνύοντας έτσι την έγκυρη ιστορική τους διάσταση και ότι πράγματι η ιστορία γράφεται με δημοτικό τραγούδι, ή τουλάχιστον επικυρώνεται και μ’ αυτό, είναι ο αγωνιστής του ’21, αξιόπιστος σε ό,τι γράφει και πρώτος γραμματικός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Μιχαήλ Οικονόμου, ο οποίος έγραψε για τη μεγάλη σημασία των δημοτικών τραγουδιών τα ακόλουθα και έχει ιδιαίτερη σημασία και εγκυρότητα η γνώμη του, αφού ο ίδιος ήταν και αγωνιστής και ιστορικός του αγώνα. Γράφει λοιπόν:
«Διϊσχυρίζομαι προς τους αλλόφυλους εχθρούς τής Ελλάδος, ότι και αυτά τα δημώδη και κοινά τραγούδια τού έθνους μας και ελεγεία και πολεμιστήρια και ερωτικά μαρτυρούσι, και την σήμερον, την ευφυΐαν των απογόνων του Καλλιμάχου, και Αλκαίου και Ανακρέοντος» και συνεχίζει γράφοντας για την θεμελιώδη σημασία που έχουν τα δημοτικά τραγούδια για την συγγραφή της ιστορίας ότι «οι κατά μίαν περίπου δεκαετία διωγμοί και ανδραγαθίες των αρματωλών, ιδίως των Κολοκοτρωναίων είναι άξια ειδικής ιστορίας και υπογραμμίζει αφηγούνται δε μερικά απ’ αυτά, δηλαδή τους διωγμούς και τις ανδραγαθίες, και δημώδη τραγούδια», δηλαδή γράφουν ιστορία τα τραγούδια.
Από τα δημοτικά τραγούδια που παραθέτει ο Οικονόμου στα Απομνημονεύματά του, και που αποτελούν, επομένως και αυτά, ιστορική ύλη, ένα αναφέρεται στον πατέρα τού Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, τον Κωνσταντίνο, που σκότωσε τον αρχηγό τών Αλβανών μετά τα Ορλωφικά και τις θηριωδίες των Αλβανών στην Πελοπόννησο. Διαβάζουμε:
«Καλάησου Μέτσομ’ στα βουνά, καλάησου στην Ακράτα·
τιεχάλευες, τιεγύρευες, στον μέγαν τον Αγιώργη (της
Νεμέας)
πώχουν οι κλέφτες μάζωξι, πουν’ ο Κολοκοτρώνης·»

Και η απάντηση του Αλβανού:
κ’ εγώ για κλέφτες περπατώ για τον Κολοκοτρώνη».
Άλλο δημοτικό αφορά στην επίθεση των Αλβανών κατά του Τούρκου ναυάρχου Χασάν-Πασά, Σερασκέρη τής Ρούμελης όταν ζήτησε από τους Αλβανούς μετά τα Ορλωφικά να φύγουν από την Πελοπόννησο κ’ εκείνοι κατάλαβαν ότι οι Τούρκοι ήταν ανίσχυροι να τους διώξουν και ο Μιχαήλ Οικονόμου σημειώνει «και περί τούτου δημώδες τραγούδι αφηγείται ως εξής». Και στο τραγούδι αυτό, να σημειώσω εγώ, ότι επαληθεύεται πως το δημοτικό τραγούδι μελοποιεί την ιστορία, δηλαδή είναι μέλος και χορός και το συμπεραίνω από την αναφορά του «δις» που σημαίνει ότι ο Οικονόμου κατέγραφε μαζί με την ιστορία και το μέλος του τραγουδιού:
«’Σ τα χίλια εφτακόσια κ’ εβδομήντα εννηά·
η αρμάτα ν’ εκατέβη ‘ς τους μύλους κι άραξε
κ’ ατός του ο Σερασκέρης (Γαζή Χασάν-Πασάς) (δις) μ’
ασκέρι επέρασε·
γράφει γραφή και στέλνει, και στέλνει μπουγιουρντί
‘Σ εσένα Μούρτο-Άμζα ‘ς εσάς Αρβανητιά
ώρα να μη σταθήτε, ν’ αδειάστε το Μωριά·
[Και οι Αλβανοί:]
Στείλαι μας τους λουφέδες, μη στέλνεις μπουγιουρτιά
‘τι μπουγιουρτιά ‘χω δέκα (ή χίλια) καϋμένα ‘ς τη φωτιά·
Και Σεν σέχω γραμμένον ‘ς την κάτω τη μεριά...»

Και τέλος ένα άλλο δημοτικό, που παρεμβάλει ο Οικονόμου στο έργο του αναφέρεται στην περίοδο που οι Γάλλοι σύμμαχοι τής Τουρκίας, κατά τα άλλα επαναστάτες που μας εμπνεύσανε, την συμβουλέψανε να εξοντώσει τους Αρματωλούς και Κλέφτες τους κρυμμένους στο λιθόκτιστο και θολογύριστο ληνό, όπως γράφει, κοντά στη Μονή Αιμιαλών όταν οι Τούρκοι πρώτα τους έπνιξαν στους καπνούς και στην έξοδο τούς σκότωσαν. Και σημειώνει πάλι ο Οικονόμου: «Το δε περί τούτου δημώδες τραγούδι αφηγείται:
«Όσα πτερά και πούπουλα έχει-ν-η μαύρη κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε –ν-εις του ληνού την πόρτα»

Αλλά και ο Κασομούλης επίσης, η σπουδαιότατη πηγή της ιστορίας της Νεώτερης Ελλάδας, χρησιμοποιεί δημοτικά τραγούδια στα Απομνημονεύματά του. Είναι γνωστό, επίσης, ότι και ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης γράφανε οι ίδιοι δημοτικά τραγούδια. Εγώ σταματώ εδώ, γιατί αυτό το θέμα χρειάζεται ειδικότερη έρευνα, που δεν έχει γίνει.
Στο δημοτικό τραγούδι καταγράφεται επίσης και η ιστορία των εξισλαμισμών και η συνεχής θυσιαστική αντίσταση των υπόδουλων Ελλήνων και των Εθνομαρτύρων.
-Γένεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστι σου ν’ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το Τζαμί, την Εκκλησιά ν’ αφήσεις;
Κ’ εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμό του λέγει·
-Πάτε, κ’ εσείς, κ’ η πίστη σας, μουρτάτες (=αλλόθρησκοι, βέβηλοι) να χαθείτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θα ν’ απεθάνω
Στην Εκκλησιά μ’ εμύρωσαν, κ’ εκεί θα να με κλάψουν.

Το δημοτικό τραγούδι αντιστέκεται στην ιστορική παραχάραξη και στην ταφόπλακα της ιστορικής μνήμης, που επιχειρείται κακόπιστα από τους εθνομηδενιστές και αποδομητές της εθνικής ταυτότητας και εμψυχώνει και τους σημερινούς Έλληνες όπως αυτό κάνει επί αιώνες, διδάσκοντας την εμμονή στα ήθη και τις παραδόσεις και τη λατρεία της ελευθερίας και της πατρίδας.
Μέσω των ιστορικών και κλέφτικων δημοτικών τραγουδιών παραδίδεται και η ιστορία διαφόρων τόπων, όπως π.χ. της Αρκαδίας, της Ηλείας, της Μακεδονίας, Θεσσαλίας, Ηπείρου, των νησιών σε όλη την έκταση της μεσαιωνικής τοπογραφίας. Ακόμη σ’ αυτά καταγράφεται και η ιστορική γεωγραφία των βουνών μέχρι και οι χιλιομετρικές αποστάσεις π.χ. διαβάζουμε:
«τριών ημερών περπατησιά να πάμε για μια νύχτα».
Το δημοτικό τραγούδι γράφει και την ιστορία της Ορθοδοξίας στην Τουρκοκρατία:
Στην κορυφή της Λιάκουρας να κάνω το σταυρό μου
ο κόσμος φτειάχνουν εκκλησιές, φτειάχνουν και μοναστήρια.
Κινάν και παν στην εκκλησιά για να λειτουργηθούνε

Και το γνωστό:

Ένα μικρό καράβι μαζώνει τα πανιά,
ανοίγει την παντιέρα και πόλεμο ζητά.
Ζητά τον Άγιον Τάφο και την Αγιά Σοφιά
κι ακόμα θα ζητήσει τον Πατριάρχη μας
οπού τον εκρεμάσαν για το ινάτι μας.
Καμπάνες θα χτυπήσουν παν στα καμπαναριά,
να σκάσουν οι χοτζάδες απάνου στα τζαμιά.

Αγωνιστές και Δημοτικά Τραγούδια έχουμε και στο Άγιον Όρος. Οι αίθουσες της Αθωνιάδας Σχολής του Αγίου Όρους, στην Ιερά Μονή Βατοπεδίου, εκτός από τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, έχουν στολισμένους τους τοίχους τους με τα κάδρα των ηρώων του ’21, του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη, του Μπότσαρη, του Μακρυγιάννη και ακόμη του Θανάση Διάκου, που έκανε δόκιμος στη Μονή Ξηροποτάμου και του Δικαίου Παπαφλέσσα (Γρηγόριος Δικαίος).
Και για τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, επίσης, ο τιτουλάριος Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος στο ωραίο βιβλίο του «Γράμματα και Άρματα στον Άθωνα» γράφει: «Ποτέ δεν μπόρεσα να προσπεράσω αδιάφορα τα χιλιοτραγουδισμένα καριοφίλια, τα πιστολοζώναρα και τις μπαρουτοκασσετίνες, που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο της Μεγίστης Λαύρας, τα σύμβολα και απτά τούτα μέσα τού ξεσηκωμού και της λυτρώσεως των ραγιάδων». Και ο ίδιος σημειώνει για τα τραγούδια στο Άγιο Όρος:
«Το 1801 ο φοβερός θαλασσόλυκος Νικοτσάρας με τον στόλο του κυριαρχούσε στους αγιορείτικους γιαλούς και με τα παλικάρια του, στα οποία κατατάχθηκαν και αγιορείτες μοναχοί, έδινε σκληρές μάχες και κατατρόπωνε τους Τούρκους και οι προσφορές και θυσίες πολλών οπλαρχηγών, [Μακεδόνων δηλαδή, Χαλκιδικής, Νάουσας κλπ] κατά τις παραμονές του ξεσηκωμού του 21 ήταν το υλικό και τα λόγια των τραγουδιών των Σερδαραίων (αρχηγών του στρατού) του Αγίου Όρους και της λύρας τους απηχήματα», δηλαδή οι Αγιορείτες αρχηγοί του στρατού τραγουδούσαν τα κατορθώματα και τις θυσίες των οπλαρχηγών.
Τέλος η ιστορία δεν αναφέρεται μόνο σε άνδρες αλλά και σε γυναίκες και το ολοκαύτωμά τους, ή οι ηρωισμοί τους καταγράφονται στα δημοτικά τραγούδια:
Η Δέσπω αφέντες λιάπηδες δεν έκανε, δεν κάνει!
Δαυλό στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
-Σκλάβες Τούρκων μη ζήσουμε, παιδιά μου αγκαλιαστείτε
χίλια φουσέκια ήταν εκεί κι αυτή φωτιάς τους βάνει
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.

Ποιος είδε κόρη λυγερή στα κλέφτικα ντυμένη;
Τέσσαρους χρόνους περπατεί μ’ αρματωλούς και κλέφτες
κανείς δεν την εγνώρισε πως ήταν κορασίδα.

Ακόμη το κολοκοτρωναίικο τραγούδι πληροφορεί τον ιστορικό ότι:
Κι η Κωνσταντού ήταν πονηρή και ντύθηκεν αντρίκεια.
Επήρε το αλαφρό σπαθί και το βαρύ ντουφέκι
και με τους άντρες έσμιξε και πάει στη Μέσα Μάνη.
Ο Αλήμπεης, που τ’ άκουσε πολύ του κακοφάνη.

Και στην ιστορική μάχη του Δηρού, στον Αρμυρό, που οι Μανιάτισσες γυναίκες «επελάγωσαν» κατά τη φράση του Κολοκοτρώνη, τον Ιμπραήμ:
«Στη Μάχη του Δηρού»
Γυναίκες βλέπει να ορμούν
με τα δραπάνια που κρατούν
τους Αραπάδες να χτυπούν
-Εύγε σας, ματαεύγε σας
γυναίκες άντρες γίνατε,
σαν αντρειωμένες κρούετε.

Έτσι λοιπόν φτάσαμε βήμα-βήμα με τη βοήθεια τού δημοτικού ποιητή από τη δουλεία, στην ευλογημένη απελευθέρωση.
Επιτρέψτε μου τελειώνοντας να αναφερθώ σε ένα τραγούδι, όχι δημοτικό, αλλά ισάξιο με δημοτικό, γραμμένο από ένα άξιο ποιητή και τραγουδοποιό, που γεννήθηκε ένα έτος αντίστοιχο σε σημασία του 1821, το 1912, δηλαδή το ηρωικό απελευθερωτικό της Μακεδονίας, και έγραψε ένα θαυμάσιο τραγούδι σε μια τραγική δυστυχώς για την Ελλάδα και ανάξια και για το ’21 και για το ’12 δράση.
Ας το θυμηθούμε, είναι επίκαιρο. Θα παραλείψω μερικούς στίχους:
«Ο Γέρος του Μοριά» (του Μίμη Τραϊφόρου)
Ένα τραγούδι θα σας πω για τον λεβέντη
τον ασπρομάλλη μου το γέρο του Μοριά
και βάλτε αδέρφια μου για να στηθεί το γλέντι
Τριπολιτσιώτικο κρασί και ψησταριά.
Για και χαρά σας Μοραΐτες αδερφοί
και σεις κοπέλες γειά σας,
τη λευτεριά η Ελλάδα μας
χρωστάει στη λεβεντιά σας.
Έβγα απ’ τον τάφο Θοδωρή Κολοκοτρώνη
κι αδέρφια κάνε όλους τους Έλληνες ξανά
τα όμορφα χρόνια τα παλιά να ξαναζήσουν
και στου Ταΰγετου την πιο ψηλή κορφή,
των προγόνων μας οι σκιές χορό να στήσουν
και να τους λέει τ’ αγέρι ετούτη τη στροφή
γεια και χαρά σας, Μοραΐτες αδερφοί,
που η μάνα αν δε σας γέννα
ούτ’ Άγια Λαύρα θα ’χαμε, ούτε Εικοσιένα.

Και τέλος λίγους στίχους κατάλληλους για εποχές πολέμων εθνικών όπως τότε ή ιδεολογικών, όπως σήμερα του θρεμμένου από το δημοτικό τραγούδι, Ασεάτη ποιητή Νίκου Γκάτσου. Και αυτοί οι στίχοι έχουν τη γενναιότητα της καρδιάς και την άγρυπνη αντίσταση του δημοτικού τραγουδιού:
Μη λυγίζετε παιδιά
περηφάνια στην καρδιά
ώσπου να ’ρθει ξαστεριά

Έσκισ’ η μπόρα τα πανιά
και στου γκρεμού την άκρη
ποτάμι πάει το δάκρυ.

Έλα της θάλασσας θεριό
και του πελάγου μπόρα,
το φοβερό σκουπιδαριό
να διώξεις απ’ τη χώρα.

Πότε θ’ ανθίσουν τούτοι οι τόποι
πότε θα ’ρθούν καινούριοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία.

Μαρία Μαντουβάλου - καθηγήτρια φιλοσοφικής σχολής Παν/μιου Αθηνών.
.Από την ομιλία της στην Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» με θέμα «Ο ρόλος που έπαιξε το Δημοτικό Τραγούδι στην Επανάσταση»

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ.

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: