B PP 131Ένας αβάσταχτος, βαρύς χειµώνας περίµενε τους στρατευµένους µας στα χιονισµένα αλβανικά βουνά. Ένας χειµώνας που µαζί µε την πείνα και τις κακουχίες του πολέµου έκανε ακόµα πιο δύσκολο και ηρωικό τον αγώνα τους εναντίον των Ιταλικών στρατιών.

«Όταν επλησιάζαµε στο µέτωπο» θυµάται ο δάσκαλος Χρύσανθος Κάτσικας, «η ατµόσφαιρα εφωτίζετο από λάµψεις των λειτουργούντων όπλων και εδονείτο από τους ήχους των πυροβόλων....Την νύκτα πολλές φορές µας χάλαγε το αντίσκηνο και σκεπαζόµαστε µε αυτό. Το πρωί από τον πάγο είχαµε γίνει ένα σώµα µε τη γη, εσπρώχναµε το αντίσκηνο µε τις πλάτες να ξεκολλήσει από το χώµα. Κακουχία, πείνα, ψείρα, αφάνταστη συµφορά. Πως εζήσαµε, µόνον ο Θεός το ξέρει....Πολλές ηµέρες επεινάσαµε. Των Θεοφανείων είχαµε να φάµε δύο ηµέρες. Εγίνοντο πολλές συχνές και τροµερές µάχες και δε µπορούσαν τα µεταγωγικά να µας φέρουν τρόφιµα. Επερνάγαµε µε κάτι γαλέτες, τόσο ξερές που δε τις πέρναγε εύκολα βόλι. Ανήµερα των Θεοφανείων µας έδωσαν µισό κύπελλο κονιάκ και εκάναµε επίθεση, µε αποτέλεσµα να καταλάβουµε ένα ύψωµα µε µικρές απώλειες και µε τεράστιες των Ιταλών. Στις µάχες αυτές έχασα τρεις άνδρες από την οµάδα µου».

Η ζωή όµως αυτών που έµειναν πίσω στα χωριά και τις πόλεις δεν έµελλε να είναι καλύτερη. Η πείνα, η αγωνία για την τύχη και την υγεία των δικών τους που πολεµούσαν, η σκληρή καθηµερινότητα και ο αγώνας για επιβίωση ήταν προβλήµατα από τα οποία κανείς δεν µπορούσε να ξεφύγει.

Οι εφηµερίδες και τα γράµµατα των στρατευµένων έφερναν τα νέα από το µέτωπο στην Τρίπολη και τα χωριά. Οι ειδήσεις για τις νικηφόρες µάχες των Ελλήνων γίνονταν δεκτές µε άκρατο ενθουσιασµό, αναπτέρωναν το ηθικό των οικογενειών τους και εξήραν την διάθεσή τους να προσφέρουν και αυτοί µε όλες τους τις δυνάµεις στον αγώνα.

Έτσι οι πολίτες οργανώθηκαν σιγά σιγά και προσέφεραν πολύτιµες υπηρεσίες. Τα καθήκοντά τους ήταν πολλά και ποικίλα. Στην εφηµερίδα «Αρκαδικός Τύπος» της εποχής, ο αρθρογράφος σηµείωνε: «Με την εργασία µας όλοι εµείς που µείναµε στα µετόπισθεν θα συντελέσουµε, ιδιαίτερα οι γυναίκες µε το πλέξιµο κλπ, να θερµάνουµε, να ζεστάνουµε τους ήρωές µας. Ακόµη θα σταθούµε ακούραστοι στρατιώτες της οικονοµικής µας δραστηριότητας. Στις φάµπρικες και στους κάµπους, µε την εργασία µας θα συντελέσουµε στο να µην παρουσιασθεί καµία ύφεσι από την παραγωγή να µην µας λείψη τίποτα. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά την γεωργία, η προσπάθειά µας αυτή η εργασία µας πρέπει να ενταθεί σε ανώτατο σηµείο.»

Αθόρυβα έτσι, οι µάνες, γυναίκες, και αδερφές των εφέδρων άρχισαν να πλέκουν µάλλινες κάλτσες και φανέλες για να θερµάνουν τους στρατιώτες µας, που εκτός από τους Ιταλούς είχαν να αντιµετωπίσουν και την φοβερή κακοκαιρία του χειµώνα του 1940-41 στα χιονισµένα αλβανικά βουνά. Τα είδη αυτά συγκέντρωναν στην συνέχεια οργανώσεις όπως η «Φανέλλα του Στρατιώτου, η ΕΟΝ και η ΠΥΑΜ» και αφού συµπλήρωναν τα είδη αυτά και µε αγορές από το εµπόριο, τα διεκπεραίωναν στο µέτωπο. Για µία τέτοια αποστολή γράφει και πάλι η ίδια εφηµερίδα:

«Μία πλειάς λαµπρών πολιτών ανέλαβε να φέρει εις πέρας την αποστολήν αυτήν. Πάραυτα αι δηµόσιαι και δηµοτικαί αρχαί, αι επιστηµονικαί, επαγγελµατικαί και πατριωτικαί οργανώσεις και όλοι. σχεδόν οι συµπολίται συνειργάσθησαν και επέτυχον την διευθέτησιν πάσης διατυπώσεως δια την περαίωσιν του έργου».

Έτσι µετά από λίγες ηµέρες όπως µας λέει η εφηµερίδα, η αποστολή αναχώρησε µε το αυτοκίνητο των φυλακών που διατέθηκε για την µεταφορά, συνοδευοµένη από τα µέλη της Επιτροπής: «Εντός µιας εβδοµάδος έφθασεν ες το µέτωπον, παρέδωσεν εις τα ηρωικά παιδιά µας τα πολύτιµα είδη ασφαλώς και εις χείρας των και επέστρεψεν ενταύθα».Παρέλαβαν λοιπόν οι στρατιώτες του 11ου συντάγµατος τα είδη που τόσο ανάγκη είχαν «και αυτά έφεραν µαζί των εκτός από την ευεργετικήν των θαλπωρήν και το πιο εύγλωττον µήνυµα προς τους ανδρείους, ότι οι εναποµείναντες εις τα µετόπισθεν µε όλην την ψυχήν και την σκέψιν των ευρίσκονται µαζί των. Αποβαίνει ούτως ανυπολογίστου αξίας ο ηθικός παράγων της ωραίας εργασίας».

Με ευγνωµοσύνη οι πολεµιστές του 11ου Συντάγµατος απαντούσαν µετά την αποστολή µαλλίνων ειδών στο µέτωπο µε δεκάδες ευχαριστήριες επιστολές στο παράρτηµα της «Φανέλας του στρατιώτου». Ο λοχαγός Μπουγάς έγραφε:«Κυρίαι και δεσποινίδες, µέσα στα χιονισµένα αλβανικά βουνά που ο βοριάς του χειµώνα ουρλιάζει, φθάνουν τα δώρα της Τριπολιτσάς, δώρο για µας, για τα παιδιά σας, τους συζύγους και αδελφούς σας ..Στα πρόσωπα όλων γίνεται καταφανής η συγκίνησις αλλά και η αγανάκτησις για την εκδίκησιν του αίµατος εκείνων που θυσιάσθηκαν στον ιερό βωµό της πατρίδος.»

Εκτός αυτού, ήδη από την αρχή του πολέµου η Αρκαδία γνώρισε «ιδιαιτέρως στοργικήν την κρατικήν µέριµναν δια πάσα ανάγκην της».Ενα από τα πρώτα µέτρα που ελήφθησαν ήταν η χορήγηση επιδοµάτων στις οικογένειες των εφέδρων, οπότε «εκ των πρώτων ήρξατο η διανοµή αυτών εις τον νοµό µας».

Αλλά και στον τοµέα των λαικών συσσιτίων ήταν πρωτοπόρος η Τρίπολη: πριν λειτουργήσουν σε οποιαδήποτε άλλη πόλη τα λαϊκά συσσίτια, «ετέθησαν εις λειτουργίαν εν τη πόλει µας, οργανωθέντα κατά τρόπον υποδειγµατικόν, ώστε να µένουν πλέον ή ευχαριστηµένοι οι εν αυτοίς συσσιτούντες». Παράλληλα για τον επισιτισµό και την επάρκεια των εφοδίων «ελήφθησαν πάντοτε εγκαίρως τα αναγκαιούντα µέτρα, ώστε να µην παρατηρηθή ουδέ η ελαχίστη έλλειψις ανά τον νοµόν µας». Πρωτεργάτης ακάµατος όλων αυτών των φροντίδων ανεδείχθη πάντοτε «ο άρχων του νοµού µας κος Μπαρµπάτης».....

Εξ'άλλου για την ιατρική περίθαλψη των οικογενειών των εφέδρων και των απόρων δηµιουργήθηκαν 4 ιατρεία και όπως µας πληροφορεί ο «Αρκαδικός Τύπος», «της ιατρικής επισκέψεως εις τα ιατρεία δικαιούται άπας ο άµαχος πληθυσµός, της δε κατ οίκον περιθάλψεως και της δωρεάν χορηγήσεως φαρµάκων οι άποροι, οι εφοδιασµένοι δια πιστοποιητικού και άπασαι αι οικογένειαι των εφέδρων. Εις τους πολιτικώς επιστρατευθέντας ιατρούς χορηγήθη εις έκαστον αντιµισθία 4 χιλ δρχ µηνιαίως µετά οδοιπορικών κατά τας εξόδους των εκ της έδρας των».

Οι γιατροί όµως εκτός από τους αµάχους έπρεπε να περιθάλψουν και τους τραυµατίες που αφικνούντο από το µέτωπο. Οι πρώτοι 250 τραυµατίες έφθασαν στην Τρίπολη «εξ Αθηνών δι' ειδικού συρµού και διεκοµίθησαν εις τα επιταχθέντα ξενοδοχεία Σεµίραµις και Μαίναλον. Τους ηρωικούς µας τραυµατίας υπεδέχθησαν εις τον Σιδηροδροµικόν Σταθµόν πλήθη κόσµου, η µπάντα της Φιλαρµονικής, ενώ εις τα δύο νοσοκοµεία εκλήθησαν όπως αναλάβουν υπηρεσίαν πλείσται κυρίαι και δεσποινίδες της πόλεως...».

Μια εργώδης δραστηριότητα, που συνεχίστηκε σε όλη την διάρκεια του ελληνοιταλικού πολέµου, διέκρινε έτσι την κοινωνική ζωή της Τρίπολης αµέσως µετά την κήρυξη του πολέµου. Τριπολιτσιώτες και Τριπολιτσιώτισες συστρατεύθηκαν και ανταποκρίθηκαν µε όλη τους την ψυχή παρέχοντας υλικά είδη αλλά και προσωπική εθελοντική εργασία για την κάλυψη των τεράστιων αναγκών που υπήρχαν στην ένδυση, την σίτιση και την υγεία. Σκοπός τους να ανακουφίσουν όσο γινόταν τον πόνο των πολεµιστών και των οικογενειών τους. Και η προσφορά τους αυτή ήταν πραγµατικά ανεκτίµητη, ένα ιδιαίτερα παρήγορο φως στο σκοτάδι του µεγάλου πολέµου.

 

Της Γιούλη Κόκορη 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα <<Αρκαδικοί Ορίζοντες>>

 

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: