Μπακαλικο Ν ΚαραθανασηΤο μπακάλικο ήταν σύνηθες να υπάρχει και στο μικρότερο χωριό. Συνηθέστερο ήταν, να υπάρχουν περισσότερα του ενός. Του χωριού μου πάντως ήταν όχι απλώς μπακάλικο, αλλά παντοπωλείο. Και θα σας εξηγήσω αμέσως.
Ο χώρος του μαγαζιού χωριζόταν στα δύο. Στο κυρίως μαγαζί και στο ιδιαίτερο. Εκείνος ο χώρος χρησίμευε κυρίως για ταβερνείο. Εκεί αποσύρονταν οι... μουστερίδες... να πιουν το κρασάκι τους με την ησυχία τους αφ’ ενός, αλλά να ειπούν και τις κουβέντες τους αφ’ ετέρου.

Περισσότερα...

psomi kedimenoΗ νοικοκυρά σηκωνόταν με τα χαράματα, ζύμωνε τα μεγάλα Χριστόψωμα. Με το πιρούνι κεντούσαν διάφορα σχέδια πάνω στις επιφάνειες. Τα στόλιζαν με διάφορα κεντίδια και σχήματα, ανάλογα με τη ζωή και το επάγγελμα που έκαναν οι άνθρωποι της οικογένειας. Αν ήταν γεωργοί, φτιάχνανε αλέτρι με βόδια

Γράφει ο Νίκος Παπάς

ifadoΗ σημαντικότερη ανυφάντρα του Τυρού, η μοναδική που εξασκεί το επάγγελμα, ένας ζωντανός θησαυρός της τσακώνικης τέχνης.

Aπό 14 χρονών υφαίνει η Αγγελική Ψαρολλόγου

Ολα ξεκίνησα στα τέλη του 18ου αι. Στην αρχή οι γυναίκες ύφαιναν σακιά, ταγάρια, κιλίμια και μετά προικιά. Η Αγγελική Ψαρολλόγου (το γένος Παπαδιά) από 14 χρονών μπήκε στο επάγγελμα. «Τα πρώτα κιλίμια ήταν μαλλί με μαλλί, βαμμένα με φυτικά χρώματα, κίλικες τους λέγαμε – σακιά για να μεταφέρουν σιτηρά. Πρώτα έφτιαχνα ταγαράκια που έπαιρναν τα παιδιά στο σχολείο».

Το πρόσταζε η παράδοση. Μόλις τέλειωναν το δημοτικό οι κοπέλες, μάθαιναν ή μοδιστρική ή υφαντική. Οτι έφτιαχναν, το έβαφαν, μάλιστα οι ίδιες. «Τα φύλλα από κυπαρίσσι έβγαζαν το σκούρο πράσινο, η ροδιά το κίτρινο», θυμάται, «τώρα δε βρίσκεις μπογιά να βάψεις τα νήματα».

Περισσότερα...

aloni2Ένα ακόμα σκαλοπάτι στην ανηφόρα του λόφου. Το αλώνισμα. Ήταν και τούτο μέσ’ την καρδιά του καλοκαιριού, μα ήταν πιο ευχάριστο, καλοδεχούμενο... ιδίως για μας τα παιδιά... (έτσι μας προτιμάει η μνήμη πάντα). Ίσως γιατί ο αγώνας για τη σοδειά του σιταριού, ήταν στην τελευταία του φάση, πριν μπει στο κασόνι.
Μα κυρίως είχε και γραφικότητα... Ναι, πάλι η μνήμη... Αλοίμονο Η θυγατέρα αυτή του χρόνου, η δύσμοιρή μας μνήμη, με την προέχτασή της στο χτες, μας δίνει την αίσθηση ότι υπάρχουμε. Αλλοιώς... ένα απέραντο σκοτάδι, μια φριχτή μοναξιά, θα ήταν η ζωούλα μας... Ναι, η ζωή μας δεν είναι το... αύριο, που δεν ήρθε, είναι η μνήμη του χτες που ζήσαμε. Είναι η μνήμη κάθε μιας μέρας, κάθε ενός χρόνου που πέρασε και προστέθηκε στη μνήμη μας κι αυτός. Κι έχουμε την αίσθηση του ωραίου αυτού, του γλυκόπικρου αυτού μυστήριου που λέγεται ζωή... Ναι, φως... χρώματα... αρώματα... γεύση... αρμονία. Κι όχι μόνο. Μπορούμε να κάνουμε σκέψεις, να αναπολούμε, μπορούμε να φιλοσοφούμε! Κι έχει τόση ανάγκη από φτερά το υλικό μυαλό μας. Χωρίς αυτά... θα ήταν περίπου... λάσπη σχέτη.

Περισσότερα...

wolf 500x325Γράφει ο Γέωργιος Θεοδ.Χριστόπουλος
Ο φόβος και η άγνοια οδήγησαν τον άνθρωπο στις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις και στη συνέχεια σε μια αγωνία για το άγνωστο μέλλον του, με αποτέλεσμα να του γεννήσουν μια τάση μαντικής. Με τη μαντική απευθυνόταν και σε αγαθές δαιμονικές δυνάμεις, δηλαδή το Θεό του, και τον παρακαλούσε να του προείπει το μέλλον του.
Έτσι λοιπόν γεννήθηκε η Μαντεία, της οποίας τα είδη και το περιεχόμενό τους σε γενικές γραμμές είναι τα εξής:

Περισσότερα...