SPITI XORIOΤο πατρικό μας σπίτι στο χωριό, το σπίτι που γεννηθήκαμε, δεν είναι απλώς μια κατοικία όπως στην πρωτεύουσα.
Πάντα βεβαίως το σπίτι είναι η στέγη, το λιμάνι, το καταφύγιο, που προφυλάσσει από τον εξωτερικό κόσμο από την επιθετικότητα των στοιχείων της φύσεως, αλλά και των ανθρώπων... εξ ου και το οικογενειακό άσυλο...,

αλλά το πατρικό μας σπίτι του χωριού, που γεννηθήκαμε, είναι κάτι πολύ-πολύ περισσότερο.
Γι' αυτό το τραγούδησαν οι πέννες και οι στίχοι ταλαντούχων... γραφιάδων, όπως «...της καρδιάς κρυφό μαργαριτάρι και της ζωής σεμνό προσκυνητάρι...» εκεί που σα βρέφη και σα νήπια βυζάξαμε με χαρά τη ζωή, με όλους τους χυμούς της. Το σπίτι που γεννηθήκαμε στο χωριό, είναι από τα λίγα ιερά της ζωής μας, όπως περίπου η μάνα.
Το πατρικό εκείνο σπίτι... είναι γεμάτο ψυχή!...
Τα σπίτια εκείνα της γενιάς μου, εχτίστηκαν το 1900 περίπου. Λίγα πιο πριν, τα περισσότερα μετά. Εξακολουθούν βέβαια και σήμερα να χτίζονται από τους «άσωτους» υιούς που επιστρέφουν στα πάτρια, για λίγη γαλήνη της ψυχής τους, για λίγο οξυγόνο κι ουρανό, για λίγο ήλιο, αλλά γιατί όχι και λίγο φεγγάρι, αφού στην πρωτεύουσα έχουμε πια ξεχάσει, πως βγαίνει πια στον ουρανό.
Τα παραδοσιακά εκείνα σπίτια είχαν έναν ενιαίο τύπο περίπου, αλλά υπήρχαν και ελάχιστα, που ξέφευγαν απ' αυτόν, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.
Το... χειρότερο..., ήταν ένα χαμόσπιτο που οι άνθρωποι δεν έμεναν μόνοι, είχαν και συγκατοίκους κάποια ζώα, απ' τα οποία χωρίζονταν μ' ένα πρόχειρο χώρισμα. Συνθήκες βέβαια πρωτόγονες.
Όσο όμως πέρναγαν τα χρόνια τόσο οι συνθήκες βελτιώνονταν.
Τα τυποποιημένα εκείνης της εποχής ήταν διώροφα ή ημιδιώροφα, λόγω του επικλινούς του εδάφους, ώστε στο πάνω μέρος κατ' ανάγκη ήτανε ισόγειο.
Όμως το σπίτι δεν άρχιζε από την εμπατή του πόρτα, αλλά απ' την αυλή του. Εκεί ένας ολόκληρος κόσμος ζούσε. Το γουρουνάκι, οι κοτούλες, ο σκυλάκος, οι κατσικούλες, τα χοντρά ζώα αλλά και τα παιδικά μας παιχνίδια και τόσα άλλα φτερουγίσματα γίνονταν όλα στην αυλή.
Η αυλή λοιπόν, πλακοστρωμένη συνήθως, με καμιά μουριά για ίσκιο, αλλά και για τα φύλλα της για τις κατσίκες, οδηγούσε στο κατώγι, που ήταν το ισόγειο τμήμα του σπιτιού και που σε κάποιο ιδιαίτερο χώρο του είχαν κατάλυμα τα χοντρά ζώα με το παχνί τους.
Ένα άλλο τμήμα, πιο μέσα ήταν το κυρίως κατώγι, που αποτελούσε τη μεγάλη αποθήκη του σπιτιού, που εκεί φυλάγονταν όλα τα αποθέματα. Σε μεγάλα χοντρά κασόνια το σιτάρι, αραποσίτι, βρώμη, βίκος κ.λπ. Τα ντεπόζιτα με το λάδι, το μεγάλο βαγένι (1000 οκάδων) με το κρασί, το βαρέλι με το τυρί και χίλιων άλλων ειδών πραμάτειες.
Σ' ένα άλλο ιδιαίτερο καλύβι τα άλλα ζώα, τα γεωργικά εργαλεία κ.λπ.
Για αποχωρητήριο υπήρχε πάνω στο «κεντρί» μια γωνίτσα μισοκρυμένη χωρίς λεκάνη βέβαια. Εκεί τα κόπρανα ανακυκλώνονταν... τρώγοντάς τα ο σκύλος και οι κότες.
Σε μερικά σπίτια προσφερόταν η ύπαιθρος (γειτονικοί θάμνοι, ρεματιά κ.λπ.) που ήταν η πιο ρομαντική τουαλέτα του κόσμου.
Για το κυρίως σπίτι υπήρχαν 3-4 σκαλοπάτια συνήθως και μπαίναμε στο χαγιάτι. Στο αριστερό μέρος του ο φούρνος και στο δεξί σανιδωμένο από τάβλες δέντρινες (δρύινες) που από κάτω ήταν το κατώγι.
Στο δεξιό αυτού του χαγιατιού, μία καμαρούλα αποθήκη με τον αργαλειό, κασόνι με αλεύρι, το κιούπι με ελιές, παστό κ.λπ. Η εμπατή συνήθως δίφυλλη, οδηγούσε σ' ένα χώρο (το λεγόμενο σήμερα χωλ) που γύρω είχε τρεις πόρτες. Η δεξιά οδηγούσε στη σάλα, η μεσαία στην καμαρούλα και η αριστερή στο χειμωνιάτικο με το τζάκι. Αυτός ο χώρος του τζακιού σε μερικά σπίτια ήταν αταβάνωτος και φαίνονταν οι κόρδες και η λοιπή ξυλεία της στέγης και βέβαια τα κεραμίδια, μέσα από μικροχαραμαδίτσες τους πέρναγαν σα χρυσές κλωστές του φεγγαριού αχτίνες αλλά και σπειριά από χαλάζι και στάλες της βροχής.
Η φωτιά κάτω στο τζάκι έκαιγε και καταβρόχθιζε σαν ένα παμφάγο θηρίο, τα πάσης φύσεως ξύλα για να θερμάνει τη φαμελιά. Το ποιόν της θέρμανσης βέβαια το απέδιδε η λαϊκή φράση «μπροστά πύρα και πίσω κλαδευτήρα». Τον καπνό δεχόταν η «φούσκα» του τζακιού που τον οδηγούσε στην καμινάδα.
Πάνω σ' αυτό το πλάτυσμα, τη φούσκα, υπήρχε ένα ράφι, γύρω-γύρω, που έβαζαν διάφορα μικροπράγματα του νοικοκυριού. Υπήρχαν επίσης και δύο τριγωνικά τέτοια ραφάκια, ένα από την κάθε πλευρά, στη γωνία τοίχου-τζακιού, που βόλευε, το κουτί, τα σπίρτα, τη χτένα και το χτένι, βελόνες κλωστές κ.λπ., κ.λπ.
Κάπου σε μια πρόκα κρέμονταν τα λυχνάρια, ένα από κάθε πλευρά που διέλυαν λίγο το σκοτάδι. Η φωτιά έκαιγε στο δάπεδο του τζακιού και στο πίσω μέρος, στο σγουρνί, μάζευαν τη στάχτη.
Μέσα στην καμινάδα, σε πρόκες και μπηγμένα σίδερα κρέμαγαν πιπεργιές... να ξεραθούν, έβαζαν το σαπούνι όταν ήταν φρέσκο, να στεγνώσει, κρέμαγαν κομματιασμένο το χοιρινό να καπνιστεί, που κάποτε όμως έπαιρνε φωτιά και δημιουργούσε πρόβλημα. Εκεί συχνά στέγνωναν και τα τσαρούχια ή τα παπούτσια τους.
Στο δάπεδο υπήρχαν τα σύνεργα του τζακιού, η σιδεροστιά, η μασιά, η τσιμπίδα κ.λπ. Πάνω στην τρίποδη σιδεροστιά έμπαινε ο τέτζερης για το μαγείρεμα.
Όλος αυτός ο χώρος αποτελούσε το παραγώνι, που γύρω ήταν στρωμένος με ψαθιά, σαΐσματα και κουρελούδες, για στρωσίδια, που κοιμόντουσαν όλη η φαμελιά στρωματσάδα και απ' τις δυο πλευρές του τζακιού.
Μαξιλάρι είχαν ένα μακρουλό υφαντό, γεμάτο φλύτσια από το αραποσίτι, ή άχυρο, ή μαλλιά πρόβεια.
...Ναι όλα τ' αδερφάκια (επτά συχνά τον αριθμόν) στο ίδιο μακρουλό μαξιλάρι το ένα δίπλα στην ανάσα του άλλου, τότε που ακόμα δεν είχε... διασπαστεί... η οικογένεια, σα σήμερα, που καθένα παιδί έχει το κρεβάτι του ή το δωμάτιό του, αν όχι το διαμέρισμά του.
Καμιά φορά τη στρωματσάδα την αντικαθιστούσε ένα κρεβάτι με στρίποδα και τάβλες κι αυτό ήταν βέβαια, μια ξεχωριστή πολυτέλεια!
Στο χώρο του χειμωνιάτικου (τζακιού) υπήρχε κάποιο ντουλάπι ή κάποιες κοιλότητες στον τοίχο σαν ράφια, για διάφορα σκεύη. Κουταλοπήρουνα (ξύλινα παλιότερα) πιατικά κ.λπ., τετζερέδες κ.λπ.
Η ποδιά του παράθυρου χρησίμευε για νεροχύτης. Εκεί έπλεναν τ' αγγειά...
Σε μια σανίδα μεγάλη, που κρεμόταν ψηλά, ήταν τα καρβέλια το ψωμί, που τόσες φορές το βλέμμα, ιδίως των παιδιών, έφτανε ως τα κει με παράπονο... σα νάλεγαν... Γιατί να είναι τόσο ψηλά... τόσο ψηλά...
Άλλα σκεύη ήταν το ξύλινο κανάτι από μοσχοβόλο κέδρο, για το νερό, η τσιότρα (τσίτσα) κ.λπ. Οι βαρέλες με το νερό, ήτανε έξω στο χαγιάτι. Χωράγανε 30-40 «κιλά» (λίτρα) νερό.
Το πλαϊνό δωμάτιο, η καμαρούλα, ήταν για μουσαφιραίους ή για νίογαμπρους.
Η σάλα ήταν όπως μπαίναμε δεξιά κι όταν ανοίγαμε την πόρτα της (μονόφυλλη συνήθως με ζεμπερέκι) αριστερά βρισκόταν ο γιούκος, η στοίβα με τα χοντρά υφαντά, τοποθετημένος πάνω σε μια κασέλα που περιείχε τα φορέματα -προικιά- για το κορίτσι και που ο γιούκος στις προκομένες κοπέλες, έπρεπε να ακουμπάει στην κόρδα (της στέγης).
Η σάλα, εκτός από τα παράθυρα, είχε και δυο πόρτες που έβγαιναν στο μπαλκόνι. Ανάμεσα στις πόρτες, στον τοίχο, ένας μεγάλος καθρέφτης και γύρω του φωτογραφίες. Μπροστά του ένα τραπέζι... για τα πλούσια... γεύματα... σε μέρες γιορτής.
Σ' ένα σημείο βρισκόταν ο καταρράκτης για επικοινωνία με το κατώγι, που με τη βοήθεια ενός λυχναριού, κατέβαιναν για διάφορες δουλειές τις νύχτες του χειμώνα όταν έβρεχε.
Είχε όμως και έναν άλλο χώρο, που ήταν ο ιερός χώρος του σπιτιού. Στη δεξιά γωνία προς ανατολάς, το εικονοστάσι, με τις εικόνες του Χριστού, της Παναγιάς και κάποιου άγιου της προτίμησης της γιαγιάς. Μεσ' τις πολλές φουρτούνες της οικογένειας, κάποιος θα της είχε βρεθεί...
Κι όταν, πριν κοιμηθεί, το βράδυ σταυροκοπιόταν μπροστά στα εικονίσματα, ψηλώνοντας τα μάτια της μ' ευλάβεια, άκουγες το ψιθύρισμα...: «Παναγιά Δέσποινα...». Τα παρακάτω ήταν... μεταξύ δύο... Μανάδων απόρρητα, αλλά τι άλλο να ζητήσει...; Άλλη... προαγωγή... δεν περίμενε... Νάναι καλά η φαμελιά της.
...Τίποτα άλλο!...

 

Φώτης .Ι Φωτόπουλος

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια