aloni2Ένα ακόμα σκαλοπάτι στην ανηφόρα του λόφου. Το αλώνισμα. Ήταν και τούτο μέσ’ την καρδιά του καλοκαιριού, μα ήταν πιο ευχάριστο, καλοδεχούμενο... ιδίως για μας τα παιδιά... (έτσι μας προτιμάει η μνήμη πάντα). Ίσως γιατί ο αγώνας για τη σοδειά του σιταριού, ήταν στην τελευταία του φάση, πριν μπει στο κασόνι.
Μα κυρίως είχε και γραφικότητα... Ναι, πάλι η μνήμη... Αλοίμονο Η θυγατέρα αυτή του χρόνου, η δύσμοιρή μας μνήμη, με την προέχτασή της στο χτες, μας δίνει την αίσθηση ότι υπάρχουμε. Αλλοιώς... ένα απέραντο σκοτάδι, μια φριχτή μοναξιά, θα ήταν η ζωούλα μας... Ναι, η ζωή μας δεν είναι το... αύριο, που δεν ήρθε, είναι η μνήμη του χτες που ζήσαμε. Είναι η μνήμη κάθε μιας μέρας, κάθε ενός χρόνου που πέρασε και προστέθηκε στη μνήμη μας κι αυτός. Κι έχουμε την αίσθηση του ωραίου αυτού, του γλυκόπικρου αυτού μυστήριου που λέγεται ζωή... Ναι, φως... χρώματα... αρώματα... γεύση... αρμονία. Κι όχι μόνο. Μπορούμε να κάνουμε σκέψεις, να αναπολούμε, μπορούμε να φιλοσοφούμε! Κι έχει τόση ανάγκη από φτερά το υλικό μυαλό μας. Χωρίς αυτά... θα ήταν περίπου... λάσπη σχέτη.


Φτερά που άλλοτε τραβάνε προς τα πάνω, σαν τον κατσουλιέρη, που ανεβαίνει όλο και πιο ψηλά, για ν’ αντικρύσει την πρώτη αχτίδα του ήλιου που γεννιέται, σα να ζητάνε, την πηγή του φωτός, την προέλευσή τους. Φτερά, που άλλοτε φτερουγίζουνε αντίθετα στο χρόνο, σαν το πουλί ενάντια στον άνεμο, σαν το ψάρι που πάει κόντρα στο ρεύμα του νερού και φτάνει ως την πηγή του... Κι έχει τόσο γλυκειά γεύση η πορεία αυτή...
Ένας λοιπόν χρόνος ακόμα πέρασε κι ο τζίτζικας ήρθε κι αυτός ξανά κι ανέβηκε στου δέντρου το ξερόκλαδο. Στις ιδέες του πιστός, δεν παράλειψε κι εφέτος ν’ ανέβει εκεί ψηλά και να τις διαλαλεί. «Αφού η σύντομη ζωή μας μια μέρα θα σβηστεί, γιατί να μην περάσει όλο τραγούδι...». Είναι κι αυτός μια φωνή μέσα στο σύμπαν... μια θεωρία. Κι έχει τον αντίποδά του, τον μέρμηγκα το δουλευτή. Δεν ξέρει αυτός από σκόλη κι ούτε μια νότα από τραγούδι. Να τούδινε ο Θεός ζωή περσότερη, να εργαστεί περσότερο, θα ήταν η ευκή του. Ποιος νάχει άραγε δίκιο;
Να όμως που με τον τζίτζικα, βγήκε και η θύμηση σεργιάνι να περπατήσει στα παλιά. Κι είναι αδύνατο, κάθε φορά που θ’ ακουστεί αυτός εκεί ψηλά, στη μνήμη να μη φέρει, τ’ αλώνι του παππού. Εκεί που ο ιδρώτας του όλης της χρονιάς, γινότανε χρυσάφι. Γινόταν κάτι περισσότερο. Γινότανε ψωμάκι! Τί άλλο ζήταγε; Τον άρτον τον επιούσιον. Λίγο ψωμάκι, κανά κλέφτικο τραγούδι, τη σύντροφό του, τα παιδιά και καλή καρδιά. Ενού χρόνου κόπος και μόχθος -κατασπατάληση κυριολεκτικά μυϊκής δύναμης- μόνο και μόνο, για τα λίγα δράμια ψωμιού, που ήταν αναγκαίο, για να μην αφήσει άδειο το στομάχι. Σήμερα, με την ίδια μυϊκή δύναμη, θα μπορούσε να παράγει τόνους ολόκληρους... καυσαερίων...
Το αλώνι λοιπόν... Το αλώνι. Να ο μεγάλος δέντρος ο αιωνόβιος. Ποιος τάχα να τον φύτεψε; Του παππού μου ο παππούς ή του Θεούλη το χέρι, προσφορά ευνοίας, να του δροσίζει το μόχθο.
Στη μέση το στιχερό – «στυγερό» πράγματι για τα κακόμοιρα τ’ αλογάκια κι όσους ιδρωκοπάνε τριγύρω και το ψωμί -η πρώτη και βασική ύλη ζωής για τον παππούλη- κρυμμένο ακόμα μέσ’ τις καλαμιές. Σήμερα τα δισεγγόνια του δεν το θεωρούν στο τραπέζι απαραίτητο. Ίσως θάπρεπε να μοχθούσαν σαν κι εκείνον, για να ένοιωθαν τη γλύκα του σαν και κείνον.
Τι χαρούμενη μέρα τ’ αλωνάρη το αλώνισμα. Παράσταση θεατρική στην παιδική ψυχή μας -κρίμα που δεν τόνοιωθε έτσι κι ο παππούλης- που την περιμέναμε πώς και πώς το χρόνο μια φορά. Όλοι γύρω καταϊδρωμένοι. Κι ο παππούς με τους συνεργάτες του και τ’ αλογάκια στ’ αλώνι, η Κούλα η φοράδα μας, του μπαρμπαντρίκου ο ντορής και τρία-τέσσερα ακόμα, όλοι, εκτός απ’ τον φιλόσοφο τραγουδιστή εκεί ψηλά και τη χαρωπή παιδική ψυχή που απολάμβανε θέαμα. Θέλαμε βέβαια και μεις συμμετοχή στην προσφορά και με δυσκολία τα καταφέρναμε. Θέλαμε, φτεροκοπώντας πίσω απ’ τ’ αλογάκια στο γραφικό χορό τους με τη βίτσα στο χέρι και το παράγγελμα «για – για – για, ε πλατιά...» θέλαμε να προσφέρουμε, μα στην πραγματικότητα να πάρουμε, αφού της ψυχής μας, ήταν αυτό αληθινό φτερούγισμα...
- Πως τρέχεις έτσι ξέγνοιαστο παιδόπουλο, μέσ’ το λιοπύρι, πίσω απ’ τα ζα. Πως σε μεθάει η ζωή. Πως γίνεσαι ευτυχισμένο με το πιο ασήμαντο περιστατικό. Με το τίποτα...
Ήρθε όμως η ώρα κι ο παππούς με το επιτελείο του και τα πελώρια ξύλινα πηρούνια τους, αναποδογύριζαν τις μισολυωμένες καλαμιές και μεις τα παιδιά έχουμε μια άλλη ευκαιρία «προσφοράς». Να ποτίσουμε τα ζα στο δροσερό πηγάδι της βαθυΐσκιωτης ρεματιάς, μα κυρίως για να παραστήσουμε τους καβαλλάρηδες. Και στην επιστροφή -ω θεία στιγμή- η μάνα, η γλυκειά μας μανούλα, που την υποδέχεται πρώτος ο σκυλάκος κουνώντας την ουρά του, φορτωμένη με τόσα και τόσα καλούδια. Πως ήξερε ακριβώς την ώρα που είχαμε πεινάσει; Το ταγάρι στον ώμο, η κατσαρόλα στο χέρι με το σακουλόσκοινο... ο κόκκορας με τις χυλοπίτες, το κρασάκι, η βίκα με το κρύο νερό. Ω αυτή της η παρουσία, τι θεία ευλογία που είναι. Κι ο ερημότοπος γίνεται σπίτι γλυκό, γιομάτο αγαθά... Σε λίγο θα στρωθεί κατάχαμα το πιο πλούσιο τραπέζι κι ούτε θα υπάρξει σημερινό να προσφέρει εκείνου τη νοστιμιά. Κι ο ταχυδρόμος στην ώρα κι αυτός φέρνει το γράμμα απ’ την ξενιτιά. Πίνει και δευτερώνει την ποτηριά του και πάλι ολοταχώς. Λίγες ώρες ακόμα και αεράκι θα βοηθήσει να χωρίσει ο καρπός από το ανάλαφρο άχυρο. Πνιγμένοι στον ιδρώτα και στη σκόνη ολημερίς, θ’ ακολουθήσει κι η «χιονοθύελλα» της αχυρόσκονης.
- Έτσι έβγαινε τότε το ψωμάκι, γυιόκα!... Μα πού να νοιώσει ο Γιαννάκης από τέτοια!...
Λίγο πριν απ’ το σούρουπο, θα μπήξει ο παππούς το ξύλινο φτυάρι στο σωρωμένο καρπό σαν τον στρατιώτη που στήνει τη σημαία του νικητής στην κορφή του λόφου. Κι όταν αρχίσουν τα τριζόνια, τα στρωσίδια πλάι στο σωρωμένο μόχθο, με το φαναράκι να καίει στο στιχερό και το... γκονάκι αγκαλιά!...
Μισός αιώνας περίπου έχει περάσει από τότε. Κάτω απ’ τον πανύψηλο δέντρο, στην ίδια θέση, που καθόμουνα παιδί, μπροστά μου πεντέρημο τ’ αλώνι μέρα αλωνάρη και στην κορφή ο ξέγνοιαστος τραγουδιστής, ο μόνος μάρτυς. Πού είναι ο παππούς κι η συντροφιά του, πού είναι η μάνα, πού είναι η διάχυτη εκείνη ευτυχία, πού είναι οι κρυφές εκείνες υποσχέσεις αιωνιότητος, που μας έδινε τότε η ζωή; Όλα διαλύθηκαν, σαν καπνός... σαν καπνός. Μόνος, κατάμονος, με γκρίζα τώρα τα μαλλιά, σκέπτομαι ποια σχέση έχω εγώ με το ξέγνοιαστο εκείνο παιδόπουλο, που έτρεχε πίσω απ’ τ’ άλογα. Να είμαι ο ίδιος; Μυστήριο!...
Φύσηξε λίγο τ’ αεράκι, κούνησε τα κλαδιά του δέντρου όπως τότε... όπως τότε. Άναψα ένα τσιγάρο και με σφιγμένη την καρδιά απομακρύνθηκα μεταξύ πραγματικότητος και ονείρου, αφήνοντας πίσω μου τον ξέγνοιαστο τραγουδιστή, τον μόνον εναπομείναντα της παλιάς συντροφιάς, που θα λέει στην ίδια θέση το τραγούδι του, όσα χρόνια κι αν περάσουν και όταν ακόμα εμείς θα έχουμε γίνει ένα ελάχιστο μόριο σκόνης... μέσα στο αχανές σύμπαν!...

Γράφει ο Φώτης Ι.Φωτόπουλος

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια