Μπακαλικο Ν ΚαραθανασηΤο μπακάλικο ήταν σύνηθες να υπάρχει και στο μικρότερο χωριό. Συνηθέστερο ήταν, να υπάρχουν περισσότερα του ενός. Του χωριού μου πάντως ήταν όχι απλώς μπακάλικο, αλλά παντοπωλείο. Και θα σας εξηγήσω αμέσως.
Ο χώρος του μαγαζιού χωριζόταν στα δύο. Στο κυρίως μαγαζί και στο ιδιαίτερο. Εκείνος ο χώρος χρησίμευε κυρίως για ταβερνείο. Εκεί αποσύρονταν οι... μουστερίδες... να πιουν το κρασάκι τους με την ησυχία τους αφ’ ενός, αλλά να ειπούν και τις κουβέντες τους αφ’ ετέρου.


Στο κυρίως μαγαζί υπήρχε η μπακαλική. Ζυμαρικά, ρύζι, ζάχαρη, κονσέρβες, σαρδέλες, ρέγκες, τσιγάρα και του... πουλιού το γάλα...
Ένα τμήμα του ήτανε φαρμακείο (ασπιρίνες, πενικιλίνες κ.λπ.) αν και όλα τα είδη ήτανε... φαρμακείο για την τσέπη του παππούλη, που μέτραγε και ξαναμέτραγε τις γαζέτες του και δεν του βγαίνανε να πάρει μια χούφτα ρύζι στη χαρτοσακούλα, σε... όγκο μιας γροθιάς... να δώσει κάτι ευφρόσυνο και γιορτινό στη φαμελιά του, που ξέσπαγε στα προϊόντα της γης του.
Η άλλη γωνιά ήτανε το υποτυπώδες καφενείο. Καμινέτο παλιότερα, πετρογκάζ αργότερα, τα απαραίτητα μπρίκια με το καφεκούτι, ένα βρυσάκι με τη λεκάνη από κάτω, για την καθαριότητα. Σας ορκίζομαι ότι υπήρχε μία πλακούλα σαπούνι -που όμως δεν μίκραινε ποτέ. Άρα είχαμε μέχρι τώρα: Μπακάλικο - φαρμακείο - καφενείο.
Στο διπλανό -στο ιδιαίτερο- σε μια γωνιά ένας καθρέφτης πλαισιωμένος από δυο μπουκάλια κολόνιας άδεια, ένα λουρί που ακονιζόταν το ξυράφι, μια αυτοσχέδια πολυθρόνα το πινέλο και το τριμμένο σαπούνι, δυο ωραίες ημίγυμνες κοπέλες (σε φωτογραφίες βέβαια), ένας καθαρά πολιτιστικός χώρος. Ήτανε το κουρείο, ένας πεντακάθαρος χώρος... ενός τετραγωνικού... πεντακάθαρος αφού το άσπρο πανί που απλωνόταν γύρω από το λαιμό του πελάτη, τιναζόταν μετά το κούρεμα επιμελώς.
Η παραπέρα γωνιά ήταν λιγάκι διαφορετική. Ένας κουβάς με μαύρο ζουμί, που ανέδιδε μια ιδιάζουσα οσμή, γεμάτο πετσιά και σολοδέρματα. Ένας πάγκος, σα χαμηλοπόδαρο τραπεζάκι, που η μισή του επιφάνεια ήταν χωρισμένη σε μικρά τρίγωνα, που καθένα τους περιείχε και άλλου είδους και μεγέθους, προκάκια. Ένα κουβάρι παπουτσοκλωστή, ειδικά σφυριά και αμόνι και εξειδικευμένα εργαλειάκια, που κρέμονταν εκεί στον πάγκο του.
Σαν τάχα να μην ήταν ολοφάνερο τι είναι αυτό... υπήρχε πρόβλεψη να τοποθετηθεί μια μικρή ταμπελίτσα που το γνωστοποιούσε: «ΗΠΟΔΙΜΑΤΟΠΙΗΟΝ Ι ΤΕΧΝΙ». Ήτανε το τσαγκάρικο μ’ άλλα λόγια... Από καινούργια άρβυλα... μέχρι συναρμολόγηση διαλελυμένων. Αρκεί να του πήγαινες ένα τμήμα του παπουτσιού, αυτός μεριμνούσε για το υπόλοιπο. Κι ήταν απίθανη πράγματι «Ι ΤΕΧΝΙ» του κυρ-Θόδωρου. Ειδικότης κτηθείσα εν τω στρατώ.
Τη στιγμή λοιπόν που παίδευε τη βρεγμένη σόλα πάνω στο αμόνι του, κάποιος... μουστερής... του άλλου τμήματος, του καφενείου, τον καλούσε για έναν καφέ.
Χωρίς να χάσει χρόνο, έβαζε νερό στο μπρίκι, άναβε το καμινέτο κι εν τω μεταξύ γέμιζε το φλιτζάνι με νερό και με τα δυο δάχτυλά του... το έπλενε. Όμως αναρωτιέται κανείς πότε θα ήταν καθαρότερο, τώρα που τόπλυνε με τα δάχτυλά του ή πριν;
Συχνά τη διακοπή από τον τσαγκάρικο πάγκο, την έκανε προς το διπλανό του τμήμα... το ωραιοποιείον... ή κουρείον. Καθόταν ο πελάτης σαν άρχοντας στην ξυλοκαρέκλα πολυθρόνα, απολάμβανε θέαμα τις ωραιότατες κοπέλες στις αφίσες, μοσχομύριζε με τη φαντασία του, τη μυρωδιά της κολώνιας από τα άδεια μπουκάλια, ένοιωθε τα δάχτυλα του... κουρέα... να του πασπατεύουν το μάγουλο, κάτι περίπου σα χάδια, πώς να μην νοιώθει άρχοντας; Τελικά βέβαια το διαπίστωνε, σαν κοιταζότανε στον καθρέφτη κι έβλεπε έναν άλλο άνθρωπο, αφού του είχαν αφαιρεθεί του ενός πόντου γένια.
Πολλές φορές βέβαια σούφρωνε τη μύτη κατά τη διάρκεια του ξυρίσματος, όταν το ξουράφι, όσο κι αν ακονιζόταν δεν ήταν εύκολο να ξεριζώσει τα άγρια γένια του. Όμως η πλούσια σαπουνάδα (σαπούνι δικής του παραγωγής) βοηθούσε γι’ αυτό, που με κάθε ξυραφιά, την απόθετε στη ραχιαία επιφάνεια του αριστερού του χεριού, καθαρίζοντας τη λεπίδα.
Η άλλη γωνιά ήτανε το ταβερνείο που διέθετε ένα μονάχα τραπέζι μακρύ. Εκεί ήταν ένα άλλου είδους ναός... Εκεί το ένα από τα τρία κεχρισμένα της ευλογίας του κυρίου, ο οίνος (σίτον, έλαιον και οίνον) πρόσφερε τις θαυματουργές υπηρεσίες του. Σε κείνο το μικρό χώρο, εξατμίζονταν λύπες και στενοχώριες και η κούραση η καθημερινή.
Έδωσε, όπως είπαμε, το μόχθο του σίτου και ελαίου, έδωσε όμως ταυτόχρονα και τον οίνο... το φάρμακο...
Με τα λίγα κιόλας ποτηράκια, ανέβαινε λίγο χαμόγελο στα πρόσωπά τους και η ψυχούλα ξέχναγε τις λύπες και τα βάσανά της και γινόταν πρόσχαρη. Μην είμαστε αχάριστοι λοιπόν... Και δεν ήταν λίγες οι φορές που το μεράκι τους ανέβαζε στο τραπεζάκι... και τα ποτήρια... γίνονταν ζάχαρη... στο δάπεδο...
Τι περίεργη τούτη η γλυκόπικρη ζωούλα μας... Τι θα στοίχιζε αλήθεια στον Θεούλη, να έβαζε μόνιμα στις φλέβες μας λίγο απ’ αυτό το φάρμακο νάμαστε διαρκώς... ευτυχισμένοι... Γιατί -έτσι αποδεικνύεται- όλα τα φταίει... αυτή... η λογική. Αυτή ευθύνεται για όλα. Ναι, πίσω από τη λέξη δυστυχία, κρύβεται η λογική.
Στο χώρο αυτό υπήρχαν και τα προϊόντα ενός άλλου επιτηδεύματος. Πάνω από τα κεφάλια των πελατών, ταβερνείου «ΙΠΟΔΗΜΑΤΟΠΙΗΟΝ» και κουρείον κρέμονταν από τις κόρδες του ταβανιού, δέρματα σφαγείων, τομάρια κοινώς λεγόμενα, μπαγιάτικα βέβαια, αλλά με τη χαρακτηριστική τους μυρουδίτσα.
Έξω στο υπόστεγο μόνιμα υπήρχε ένα τσιγκέλι από το οποίο κάπου-κάπου κρεμόταν καμιά γκιόσα -για βραστό- σε μέρες σημαδιακές. Γινόταν σ’ όλο το χωριό γνωστό ότι το Σάββατο ο Θοδωρής θα σφάξει. Και... καθείς... καθόριζε την πορεία του...
Η ημέρα πράγματι, που υπήρχε σφαχτό, ήταν κάπως χαρμόσυνη για όλους. Επηρέαζε ψυχολογικά. Και όχι μόνο. Όλο και κάτι θα τσιμπολογούσαν. Λίγο συκωτάκι τηγανητό στο ταβερνείο και όχι ξεροσφύρι το κρασάκι.
Όλες αυτές οι ειδικότητες... τα επιτηδεύματα, που αναφέραμε, πέρναγαν από τα χέρια του μαγαζάτορα. Παντοπωλείο, λοιπόν όχι απλώς μπακάλικο. Και με τη σημερινή ξενομανία μας... σούπερ-μάρκετ. Γιατί όχι;...
Ξεχάσαμε όμως να αναφέρουμε την χαρτοπαιξία. Ξερή, πρέφα, σκαμπίλι ήτανε σύνηθες ιδίως τις Κυριακές, ημέρα σχόλης.

 

Φώτης Ι.Φωτόπουλος

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια