ΓΥΙΟΣ: Έλα μάνα μου τι κάνεις;
ΜΑΝΑ: Πέθανε ο μπάρμπα-Γιάννης. Πούθελες να τον ξεκάνεις:
ΓΥΙΟΣ: Μου ήταν μάνα μου εμπόδιο. Πες του νάχει κατευόδιο! Και γι' αυτό μάνα γκρινιάζεις, και συνέχεια με νευριάζεις; Λέγε μάνα τι με θες, και με ψάχνεις από χθες. Βρήκα αναπάντητες. Τι έχεις τώρα τι γυρεύεις, πάψε πια να με μπερδεύεις.
ΜΑΝΑ: Μην κακιώνεις ρε παιδί μου. Είσαι η αναπνοή μου. Σ' έχω δίπλα στην εικόνα, δεν κατάλαβες ακόμα; Σ' είδα γυιέ μ' στο όνειρό μου, να γλεντοκοπάς να πίνεις. Κι έννοια έβαλα στο νου μου, ανησύχησα παιδί μου. Κι είπα, Παναγιά μου σε καλό μου, να μιλήσω με τον γυιό μου. Να μιλήσω λίγο στάσου, συχώρα με η αφεντιά σου. Πώς τα πας με την υγειά σου;
ΓΥΙΟΣ: Δεν με παρατάς ρε μάνα, όλο με τα όνειρά σου; Τα χαζά τα σκουριασμένα, και τα θεοπάλαβά σου!
ΜΑΝΑ: Μην μιλάς έτσι ορέ γυιέ μου, και την μάνα σου πληγώνεις! Τα όσα έκανα για σένα, έτσι μου τα ξεπληρώνεις;