SKITSO ME THLEFONO
ΓΥΙΟΣ: Έλα μάνα μου τι κάνεις;
ΜΑΝΑ: Πέθανε ο μπάρμπα-Γιάννης. Πούθελες να τον ξεκάνεις:
ΓΥΙΟΣ: Μου ήταν μάνα μου εμπόδιο. Πες του νάχει κατευόδιο! Και γι' αυτό μάνα γκρινιάζεις, και συνέχεια με νευριάζεις; Λέγε μάνα τι με θες, και με ψάχνεις από χθες. Βρήκα αναπάντητες. Τι έχεις τώρα τι γυρεύεις, πάψε πια να με μπερδεύεις.
ΜΑΝΑ: Μην κακιώνεις ρε παιδί μου. Είσαι η αναπνοή μου. Σ' έχω δίπλα στην εικόνα, δεν κατάλαβες ακόμα; Σ' είδα γυιέ μ' στο όνειρό μου, να γλεντοκοπάς να πίνεις. Κι έννοια έβαλα στο νου μου, ανησύχησα παιδί μου. Κι είπα, Παναγιά μου σε καλό μου, να μιλήσω με τον γυιό μου. Να μιλήσω λίγο στάσου, συχώρα με η αφεντιά σου. Πώς τα πας με την υγειά σου;
ΓΥΙΟΣ: Δεν με παρατάς ρε μάνα, όλο με τα όνειρά σου; Τα χαζά τα σκουριασμένα, και τα θεοπάλαβά σου!
ΜΑΝΑ: Μην μιλάς έτσι ορέ γυιέ μου, και την μάνα σου πληγώνεις! Τα όσα έκανα για σένα, έτσι μου τα ξεπληρώνεις;


ΓΥΙΟΣ: Σε γνωρίζω εγώ ρε μάνα, αρχινάς και δεν τελειώνεις, κι όλο ορμήνειες και μπαρούφες, συνεχώς μου φανερώνεις.
ΜΑΝΑ: Με πονάει η ψυχή μου, κι ύπνος δεν με πιάνει γυιέ μου. Σαν σε νοιώθω μακρυά μου, να με συμπαθάς χαρά μου. Είμαι μάνα και πονάω, θέλω να ξέρω, και ρωτάω. Για να μάθω για εσένα, πως περνάς σιαπάνου στα ξένα!
ΓΥΙΟΣ: Άστο κλάμα μάνα φτάνει, μου ζαλίζεις το κεφάλι. Μου τα έχεις ειπωμένα, δυο φορές και τρεις και πάλι.
ΜΑΝΑ: Από πού μιλάς παιδί μου, όργανα αγροικάου πάλι δεν μπορώ να καταλάβω, είμαι βλέπεις και μεγάλη.
ΓΥΙΟΣ: Είμαι σε μία ταβέρνα, αγκαλιά με μια δική μου, μια δική μου κολλητή μου. Έχεις μάνα κάποιο λόγο, να ελέγχεις την ζωή μου;
ΜΑΝΑ: Φιλενάδα; Που την βρήκες; Τι θα ειπεί η κολλητή μου; Και γιατί μου λες δική μου; Πότε πήρες την ευχή μου;
ΓΥΙΟΣ: Έλα πάλι μωρή μάνα, είν' αυτό δουλειά δική σου;
ΜΑΝΑ: Πρόσεχε μην κακομμπλέξεις, με καμιά απ' αυτές του δρόμου! Τρέμει η μάνα σου καλέ μου, μήπως βγει το όνειρό μου!
ΓΥΙΟΣ: Είμαι άντρας παληκάρι. Δεν θα μοιάσω στα δικά σου. Άσε μάνα τα χαζά σου, τα τρελά, τα παλαβά σου!
ΜΑΝΑ: Έλα γυιέ μ' στα συγκαλά σου, μάζεψε και τα μυαλά σου.
ΓΥΙΟΣ: Τήρα μάνα την δουλειά σου!
ΜΑΝΑ: Μούτζω γυιέ μ' τα μούπες-σούπα. Τι την θέλεις τέτοια τσούπα; Να διαλέξεις μια κοπέλα, κι όχι καμμιά... ταραντέλα! Απ' του τόπου του δικού σου και μην κάνεις του κεφαλιού σου. Προκοπή αν θες να κάνεις, και να πάρεις την ευχή μου, σε παρακαλώ παιδί μου!
ΓΥΙΟΣ: Νάρθω μάνα στα καλά μου; Να μαζέψω τα μυαλά μου; Που είν' τα δικαιώματά μου;
ΜΑΝΑ: Ναι ψυχή μου, ναι χαρά μου. Πουν' τα κόπια τα δικά μου;
ΓΥΙΟΣ: Σοβαρολογείς μωρ' μάνα; Το χωριό είναι εδώ πέρα; Εδώ μάνα είν' Αθήνα, που η νύχτα μοιάζει ημέρα. Και το έχω αποφασίσει, την ζωή μου να γλεντήσω, και χαμπάρι πάρτο μάνα, στο χωριό δεν θα γυρίσω. Μάνα μου, εγώ την βρήκα, κι ας' τις τρίχες και την προίκα.
ΜΑΝΑ: Και η μάνα σου μονάχη, την ζωή πως θα περάσει; Μέσα στα δυο ντουβάρια, σαν νυχτώσει σαν βραδυάσει;
ΓΥΙΟΣ: Έλα τέλειωνε ρε μάνα, κόφτο πια μ' έχεις κουράσει. Άσε με για να γλεντήσω. Τήρα πως θα τα περάσεις, έχεις και την σύνταξή σου. Την ροκάνισες μωρ' μάνα, κι ούτε φράγκο στο παιδί σου. Απαράτα με σου λέω, κάνε μάνα την ζωή σου. Κλείσε τώρα, και κοιμήσου.
ΜΑΝΑ: Τι ζωή εγώ να κάνω, πούρθε η ώρα να πεθάνω; Άμα πέσω στο ντιβάνι, φέρε μου κερί λιβάνι. Κι όπως είμαι μοναχή μου, σε νοιάζομαι παιδί μου. Και μιλώ με τον ντουβάρι, με τις κότες, με την γίδα, και το μαύρο το μοσχάρι, πούθρεψαν εσένα γυιέ μου, και σε κάναν παληκάρι!
ΔΕΥΤΕΡΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ
ΓΥΙΟΣ: Ναι μανούλα μου τι κάνεις;
ΜΑΝΑ: Γυιόκα μου θα με τρελάνεις; Καρτερώ να με γλυκάνεις! Σαν το κούτσουρο στο τζάκι, έρημη και μοναχή μου. Να μετράω τις ημέρες, πότε θάρθει η Πασχαλιά, για ναρθείς να ξεπονέσω, και εγώ μια σταλιά.
ΓΥΙΟΣ: Μην στενοχωριέσαι μάνα, στο έχω ειπεί έχεις εμένα! Θέλω να είσαι πάντα ντούρα, και να μην μιλάς θλιμμένα. Μάθε νέα από μένα! Μάνα μου έχω ανάγκη, είναι δύσκολα στα ξένα, μούρθε ανάποδα η ζήση, χωρίς σπίτι και παράδες, στην Αθήνα πώς να ζήσεις;
ΜΑΝΑ: Σ' έκοψε παιδί μ' η λόρδα; Να σου στείλω λίγα χόρτα, κι' από μια πλεξάνα σκόρδα!
ΓΥΙΟΣ: Και μ' αυτά τσιγκούνα μάνα, νόμιζες πως θα ξοφλήσεις;
ΜΑΝΑ: Όχι γυιέ μ' για να χορτάσεις, να πουλήσεις παρά να πιάσεις!
ΓΥΙΟΣ: Άσε μάνα τα χαζά σου. Είναι αυτό δουλειά για μένα; Άκου τώρα τι θα γένει. Θα πουλήσεις το βαγένι, θα πουλήσεις και τ' αμπέλι. Γριά είσαι τώρα, τι τα θέλεις; Θα πουλήσεις και τ' αλώνι, να μου πάρεις παντελόνι. Θα πουλήσεις τη σταφίδα, θα πουλήσεις και τη γίδα!
ΜΑΝΑ: Τι είν' αυτά π' ακούω γυιέ μου! Μην παραμιλάς; Ειπέ μου! Και μου λες να τα πουλήσω, κι όλα να τα χαραμίσω; Κι αν πουλήσω και την γίδα, που σε ξέρω που σε είδα. Θάρθεις με την κολλητή σου, κι άντε μάνα ξεπορτίσου! Όχι γυιέ μου, όχι γυιέ μου, ξέχνα το αυτό καλέ μου. Πόνο έχω εγώ για σένα, που είσαι έρημος στα ξένα, και εγώ έμεινα μονάχη, να μιλώ με το ντουβάρι. Κρίμα στο μπόι σου παιδί μου, δύο μέτρα παληκάρι. Γύρνα γυιέ μου, έλα πίσω, για να σε γλυκοφιλήσω, κι η ψυχή μου να ημερέψει, την οξόπορτα ν' ανοίξω, και να λάμψει η αυλή μου, και το σπίτι να γεμίσει, από την ζεστή φωνή σου.
ΓΥΙΟΣ: Με κατάφερες ρε μάνα, πρέπει να τ' ομολογήσω. Πρέπει να σου ειπώ καλή μου, θέλω να γυρίσω πίσω, και εφτού στο πατρικό μου το φτωχόσπιτο να ζήσω. Εφτού πούλησ' ο παππούς μου, κι ο πατέρας μου μανούλα, που είδα το φως του ήλιου, και να ζήσω μια χαρούλα. Και στο λέω -δεν στο κρύβω- άκουστο καλή μανούλα, στου χωριού την εκκλησούλα, να στεφανωθώ μια αυγούλα, με εκείνη που την θέλεις, και με καρτερεί μανούλα, που σε νοιάζεται όσο λείπω, την καλή γειτονοπούλα.
ΜΑΝΑ: Αχ με γιάτρεψες παιδί μου, λέει η μάνα και δακρύζει, την εικόνα εις το τζάκι, άρχισε να λιβανίζει. Και η έρμη δεν μιλάει, και η έρμη δεν λαλάει.
ΓΥΙΟΣ: Έλα μάνα δεν σ' ακούω. Γιατί μάνα δεν μιλείς; Εγώ μάνα είμ' ο γυιός σου, ο άσωτος ο Παντελής. Έλα μάνα δεν μ' ακούς; Μάνα σούφυγε ο νους;
ΜΑΝΑ: Κλαίει η μάνα, δεν δακρύζει, και συνέχεια ψιθυρίζει! Δεν πειράζει, δεν πειράζει! Σε ακούω εγώ παιδί μου. Τώρα σου τα δίνω όλα, πάρε Θεέ μου την ψυχή μου! Και σε καρτερώ η έρμη, γρήγορα ναρθείς παιδί μου. Άντε τώρα γυιέ μου βιάσου, να χαϊδέψω τα μαλλιά σου, να χωθώ στην αγκαλιά σου!!!
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΑΝΔΡΙΑΝΟΣ
Εξ Ελληνικού Γορτυνίας

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια
Κατηγορία: