Πολιτισμός


21/9/1989piano
Αναμνήσεις
Ένα μεγάλο ευχαριστώ εις τον ιατρόν κ. Λεωνίδα Πουλικάκον. Η περιγραφή έγινε κατόπιν αιτήσεώς του, που τη στιγμή της συγκολήσεως του κομμένου δακτύλου μου τον ερώτησα εάν θα μπορέσω να ξαναπαίξω πιάνο. Μ' ερώτησε αν παίζω καλά. Αντί απαντήσεως του διηγήθηκα την κάτωθι ιστορία.


Αληθινή αισθηματική ιστορία 1941-42
Κατοχή. Εποχή που τα σκλαβωμένα νειάτα εστερούντο κάθε χυμό ξένοιαστης ζωής. Που τους είχαν κοπεί τα φτερά της λευτεριάς. Παιδούλα τότε κι εγώ πάνω στα καλύτερα χρόνια, με όπλο πάντα αισιοδοξία κι ελπίδα. Πάντα η ζωή φτερουγίζει για ένα καλύτερο αύριο. Μαντρωμένους μας είχαν τότε οι ιταλοί με συσκότιση, περιορισμό κυκλοφορίας από τις 5μ.μ.
Μόνη μου ψυχαγωγία το πιάνο. Για να διασκεδάσω την πλήξη μου εδέχθηκα την πρόσκληση μίας φίλης μου σ' ένα χωριουδάκι το Πιαλί της Τεγέας έξω απ' την Τρίπολη. Τι απόλαυση ν' αντικρύζεις τις κατακόκκινες ντομάτες και τα ζαρζαβατικά μεσ' τα περβόλια, μέσα στην τρομερή πείνα και στέρηση στις πόλεις.
Η ανάγκη της στέρησης σε κάνει να προσαρμόζεσαι σ' όλες τις περιστάσεις.
Καθώς περπατούσαμε η φίλη μου μου λέει: Ξέρεις υπάρχει και πιάνο εδώ. Μεσ' την ώρα να σου και ξεπροβάλλει μία σκυφτή γριούλα με το μπαστουνάκι της. Νάτην μου λέει. Αν της δώσουμε ένα ποτηράκι κρασί θα σ' αφήσει να παίξεις. Την χαιρετήσαμε και την ρωτήσαμε αν θα μπορούσα να πήγαινα σπίτι της να έπαιζα λίγο πιάνο. Πολύ καλοσυνάτη απήντησε: Ευχαρίστως παιδί μου, όποτε θέλεις. Πηδώντας από χαρά επήγα κιόλας την επομένη, έχοντας μάλιστα κάνει την φανταστική σκέψη ότι το πιάνο θα το είχαν αγοράσει από άλλους που πεινούσαν. Πουλούσαν τότε οτιδήποτε στα χωριά για ένα κομμάτι ψωμί εκείνη την εποχή.
Μπαίνοντας μέσα με πέρασε στο δωμάτιο και έφυγε αθόρυβα κλείνοντας την πόρτα. Έπαιξα με την ψυχή μου. Sonate Beethoven Op. 14 No 2 – Invitation a la valse, Weber – Romance, Tzaikofsky – Rondo Capricioso, Mandelson, Scenes d' Enfants, Shouman κ.τ.λ. Σαν τελείωσα μπαίνει μέσα. Μπράβο παιδί μου, παίζεις θαυμάσια. Ποτέ μην το αφήσεις.
(Τι ειρωνία! Σήμερα έκοψα το δάκτυλό μου, άραγε θα μπορέσω να ξαναπαίξω;). Πώς σε λένε; - Όλγα. Την πήραν τα κλάματα. Είχα μία κόρη Όλγα και μου πέθανε, είπε. Βλέποντας ότι καταλάβαινε από μουσική, είπα: Δεν παίζετε κι εσείς; Τι ήταν αυτό Θεέ μου!! Τα δάκτυλα πετούσαν πάνω στα πλήκτρα. Τι θαύμα! Τι μελωδία! Είχα μείνει κατάπληκτη. Ποια ήταν; Πως τόλμησα και έπαιξα μπροστά της; Αν το'ξερα ή δεν θα είχα τολμήσει να παίξω, ή θα είχα πάθει τρακ. Σαν τέλειωσε ρώτησα. – Τι ήταν αυτό που παίξατε; Ο χορός των Αγγέλων. Τι άγγελοι! Τι αρχάγγελοι! Τι κρίμα, θα πεθάνει κι όλα θα χαθούν, εσκέφθηκα αστραπιαία. Την ευχαρίστησα ευγενικά και έφυγα εντυπωσιασμένη. Σαν επέστρεψα σπίτι, ευρήκα και τον ξάδελφο της φίλης μου, οδοντίατρο Δημητρακόπουλο. Που με στείλατε βρε παιδιά, ποια ήταν αυτή; Δεν ξέρεις την Ελεονόρα; Ήταν στη Σκάλα του Μιλάνου. Τον άντρα της τον γνώρισε όταν σπούδαζε κτηνίατρος στη Νάπολη. Φορούσε ακόμη φουστανέλλα! Τι έρωτας πρέπει να ήταν αυτός ώστε να θυσιάσει την τέχνη της, να εγκαταλείψει την καριέρα της; Να έλθει στο κουτσοχώρι με το λυχνάρι εκείνη την εποχή! Μου είπε επίσης ότι στην αρχή έμειναν στην Τρίπολη όπου εδίδασκε πιάνο και βιολί. Κάποτε την συνάντησε στην Αιδηψώ και την ανέβασε στην ορχήστρα. Ήταν 11μ.μ. Ο κόσμος απ' τα χειροκροτήματα δεν την άφηνε να κατέβει. Με τα νυχτικά απ' τα μπαλκόνια την απήλαυσαν μέχρι τις 2 τα μεσάνυχτα!
Πέρασε λίγος καιρός και μία μέρα βλέπω εκεί που φτιάχνουν τους σταυρούς: Ελεονόρα Gaboli – Παναγιώτης Μπομπότης τ' όνομα του αντρός της. Όταν ξανασυνάντησα την φίλη μου. – Πέθανε η Ελεονόρα; Που να στα λέω. Τα μεσάνυχτα πέθανε ο άντρας της ενώ αυτή ξεψυχούσε. Τα παιδιά του χωριού τσαγκρούνιζαν στο πιάνο. Τελευταία συναυλία, τιμής ένεκεν!! Και το'κλεισε η κόρη της. Ξεψύχησε τα ξημερώματα, τους έθαψαν μαζί! Στην νεκρώσιμο ακολουθία συμμετείχε η μπάντα της Τρίπολης. Κάποιος είπε ότι σαν έβγαιναν περίπατο ποτέ δεν την έβαζε αριστερά του, πάντα δεξιά και άλλαξαν τη θέση των φερέτρων.
Μπρος σε τέτοια αγάπη άξιζε τέτοια τιμή, θεία ανταμοιβή!
Αχ και να ζωντάνευαν τέτοια περιστατικά θερμής αληθινής αγάπης!! Και λίγος συναισθηματισμός δεν βλάπτει, όχι για τίποτε άλλο, για να ξεφύγουμε και λίγο απ' την πεζότητα της εποχής μας.
Υ.Γ. Όλως τυχαίως μας επεσκέφθη ο Ηλίας Γεωργούλης, εξάδελφος του αντρός μου να τον ιδί που ήτο βαριά άρρωστος, κτηνίατρος από διπλανό χωριό, σπουδάσας εις Ιταλίαν και επιστρέψας το '40. Κατά αφήγηση του ιδίου συμπληρώνω. Επειδή μιλούσε ιταλικά, της άρεσε να πηγαίνει να της κρατά συντροφιά, τα βράδυα της κατοχής, τα παγερά.
Ήταν τότε αν θυμάμαι καλά 80 ετών. Ό,τι του έλεγε, αυτός το βράδυ τα κατέγραφε γιατί πάντα είχε την εντύπωση ότι ήταν άξια περιγραφής και έχει καταγράψει ολόκληρες σελίδες, έχοντας υπ' όψιν του μήπως ποτέ χρησιμεύσουν σαν λιμπρέτο για όπερα. Του περιέγραψε τους περιπάτους τους στην Bella Napoli, τους αξέχαστους περιπάτους τους.
Της άρεσαν οι αναπολήσεις. Κάποτε ενοστάλγησε τη Napoli και έλεγε: οι δυο μου αγάπες, ο Παναγιώτης και η Napoli.
Αν ποτέ πεθάνει ο Παναγιώτης θα πεθάνω και εγώ, δεν θ' αντέξω. – Μα έχεις τα παιδιά σου. Τίποτε, ούτε και τα παιδιά ακόμη εστάθηκαν ικανά, καθώς φαίνεται, να επισκιάσουν την φλογερή της αγάπη, την οποία μην το παραβλέπουμε ετόνωνε η εξίσου αμοιβαία του Παναγιώτη.
Όπως αποδεικνύεται η τελειότης προέρχεται όταν συμβάλλουν και οι δύο. Να που ο Θεός εισήκουσε την παράκλησή της και την εξεπλήρωσε. Μεγάλος εχθρός οι ανθρώπινες αδυναμίες. Κάποτε λύγισε. Θέλησε να πάει πίσω στη Napoli. Επήγαν στον Πειραιά. Από αγωνία σηκώθηκε χαράματα. Ξάπλωσε λίγο ακόμα Ελεονόρα μου, έχουμε καιρό, είπε ο Παναγιώτης. Σαν όμως ήλθε η ώρα η σκληρή του αποχωρισμού, του δήλωσε ότι δεν θα'φευγε, θα ξαναγύρναγε στο χωριό μαζί του! Πως τα σκορπά όλα τα εμπόδια, όλους τους δισταγμούς η αληθινή αγάπη!!
Κάποτε πέρασε απ' το χωριό ο βασιλεύς Γεώργιος ο Α΄. Εφιλοξενήθη σπίτι τους. Ο πεθερός της ήταν τότε δήμαρχος Τεγέας. Έπαιξε πιάνο. Ενθουσιασμένος ο Γεώργιος της πρότεινε να πάει για δασκάλα των παιδιών στα ανάκτορα και πήγε για ένα διάστημα. Ο Βασιλεύς με την συνοδεία του έφυγαν για Σπάρτη. Στην επιστροφή πάλι επρότειναν να του προσφέρουν το γεύμα. Ηρνήθη διότι είχαν φάει καθ' οδόν σ' ένα χάνι ομελέτα με πατάτες. Εδιηγήθη γελώντας ότι όταν ρώτησε τον χανά τι ώφειλε και αυτός είπε το ποσόν, ο Βασιλεύς χαμογελώντας του λέει: Τόσα πολλά; Κι ο χανάς απαντά: Αν εσύ που είσαι βασιλιάς δεν έχεις να πληρώσεις, τότε ποιος θα'χει; Το σπίτι μέχρι σήμερα παραμένει ανέπαφο εν είδη μουσείου.
Το μόνο που μπορούμε να προσφέρουμε αυτή τη στιγμή σ' αυτήν που έζησε στα χώματα της Τεγέας, εις αναγνώρισιν των ευγενών αισθημάτων της είναι: Αιώνια η μνήμη της.
Όλγα Γεωργούλη-Μουχτοπούλου
1984

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Αντί μνημοσύνου!
Στην Ιερή Σκιά της Μεγάλης συμπατριώτισσας καθηγήτριας, αείμνηστης, ΟΛΓΑΣ ΓΕΩΡΓΟΥΛΗ-ΜΟΥΧΤΟΠΟΥΛΟΥ και παραχώρηση της κόρης της, κας Αικατερίνης Κιουσοπούλου θυγ. Ιωάν. Γεωργούλη, καθηγήτριας, την οποία ευχαριστώ.
Για τον Τεγεατικό Σύνδεσμο
Χρ. Πολίτης
τ. πρόεδρος

 

Αναδημοσίευση από την εφημερίδα ΑΡΚΑΔΙΚΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Αφήστε τα σχόλια σας

Δημοσίευσε ένα σχόλιο σαν επισκέπτης

0
  • Δεν βρέθηκαν σχόλια